ΚΥΡΙΑΚΗ
Ώρα που ραγίζουν τα κρύσταλλα.
Ακόμα μοσχομυρίζουν της νύχτας
τ’ αναφιλητά.
Όσο κι αν έψαξε,
δε βρήκε ένα όνειρο που να εφάπτεται
με την πραγματικότητα.
Ολόγυρά του χόρευαν ξεδιάντροπα
οι ψευδαισθήσεις
κι αυτός...χειροκροτούσε.
ΔΕΥΤΕΡΑ
Στόμα πικρό, βαριά τσιγάρα.
Οι πιο όμορφες αναμνήσεις σκοτώθηκαν
πίσω από χειμωνιάτικα τζάμια.
Είδε τη ζωή του να τρέχει με τις πρωινές
εφημερίδες,
στις αφετηρίες των αστικών λεωφορείων.
Οι θέσεις σε παράθυρο,
πάντα του έδειχναν που σκότωναν
τα παιδικά του όνειρα,
τον χρόνο τους.
ΤΡΙΤΗ
Τον είχαν άχτι τα πλήκτρα της.
Οι ώρες της,
έσταζαν φαρμάκι στα ρούχα του,
δημιουργώντας λεκέδες απόγνωσης.
Που να πάει;
Που να σταθεί;
Του είχε απαγορεύσει η εμπιστοσύνη
ν’ αγκαλιάζει τους ανθρώπους.
Για να ξεφύγει από την ήττα του δειλινού,
κρύφτηκε στα δυτικά προάστια,
σ’ ένα καφενείο που δε χωρούσε.
ΤΕΤΑΡΤΗ
Έξω σκουριά λάσπη και αδιαφορία.
Άργησε η αγάπη και το ποτήρι γέμισε
με άδεια χρόνια.
Διάλεξε μια ώρα σιωπηλή για να διακοσμήσει
το πέτο του,
κι έφυγε.
Τον κατάπιε το εργοστάσιο.
Η ρουτίνα.
Ο μόχθος.
Το χειροκρότημα της αποτυχίας.
ΠΕΜΠΤΗ
Άνοιξε τα παράθυρα.
Χλωμό πρωινό.
Σιωπή.
Καμιά υπόμνηση πόνου.
Μυρωδιά βροχής.
Πώς γέμισε ο δρόμος με τόσο ξεπεσμένο
αέρα;
Ώρα να βγει να κυνηγήσει
υπερτιμημένα μηδενικά.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Πλύθηκε από συνήθεια.
Ο άνεμος στα παράθυρα ούρλιαζε τα ξένα
μυστικά του.
Είδε τα πράγματά του να κλαίνε.
Πάνω στο τραπέζι, ένα κομμάτι ψωμί
κι ένα γράμμα από εκείνη που του μίλησε
κάποτε γι’ αγάπη.
Μια εκδρομή στις γκρίζες πολιτείες ματαιώθηκε.
Ασφυξία.
Πλήξη.
Έτριβε τα χέρια της η τραγωδία.
ΣΑΒΒΑΤΟ
Ατάραχο πρωινό.
Άκουσε χαμογελώντας τα βήματα του Θεού
ν’ απομακρύνονται.
Οι σκιές, πέρασαν απ’ τον καθρέφτη και του ‘στειλαν
χαιρετίσματα.
Όλη τη νύχτα πάνω σε πράσινα χαρτιά ζωγράφιζε ανθρωπάκια
για να τα χαρίσει σε μοναχικά παιδιά
Καταδικάστηκε ωστόσο από το πεπρωμένο του
για εσχάτη προδοσία.
Βράδυ Σαββάτου κι αυτός,
ΜΆΝΟΣ ΚΑΣΤΕΛΗΣ
Ο κήπος των φεγγαριών. Εκδόσεις ΙΑΜΒΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου