Πέρασαν δύο χρόνια στο κρεβάτι, αδύνατος, ανήμπορος να περπατήσω και κάθε μέρα έρχονταν στο σπίτι μας η μαμή του χωριού -Παρίσου τη φωνάζανε- και μαζί με τη μάνα μου με έκαναν μπάνιο για να πέσει ο πυρετός. Οι αδερφές μου, μου έμαθαν ένα τραγούδι που δεν υπήρχε μέρα να μην το τραγουδήσω. Η αδερφή μου η Αφροδίτη ερχόταν να τραγουδήσουμε και έπαιρνε μαζί της και το μπουκάλι το μουρουνέλαιο. – Έλα, να δεν το γέμισα το κουτάλι,
έλα πιες το και το τραγούδι θα το πούμε όλο σήμερα.
Και αρχίζαμε να το τραγουδάμε: «Άσπρα φορούνε οι γιατροί, άσπρα κι οι νοσοκόμες και εμένα το κορμάκι μου το τρώνε οι βελόνες». Πολλές φορές είχα συλλάβει τα μάτια της Αφροδίτης να γεμίζουν δάκρυα μα δεν καταλάβαινα γιατί δάκρυζαν.
Έγινα καλά, άρχισα να περπατάω και στ’ αυτιά μου ηχούσαν τα λόγια της μάνας μου:
«Τώρα που θα ξαναπάς στο σχολείο, να είσαι καλό παιδί μέσα στην τάξη, να μη μιλάς, να ακούς με προσοχή τη δασκάλα».
Μα εγώ δεν πρόλαβα να γίνω ούτε κακό ούτε καλό παιδί. Όταν γύρισα στο σχολείο είχαν περάσει δυο σχολικές χρονιές. Είχα αγωνία πότε να έρθει η ώρα να ανοίξουν τα σχολεία. Ήμουνα χαρούμενος γιατί τώρα θα πήγαινα σχολείο μαζί με το αδερφάκι μου τον Γιώργο. Η μάνα μας ετοίμαζε τις τσάντες από ένα κομμάτι λινό πανί, και μια πλάκα με λίγα κοντύλια.
Κάθε πρωί και απόγευμα τις παίρναμε στην πλάτη, μα η χαρά μας κοβόταν όταν φτάναμε στην πόρτα του σχολείου. Ο επιστάτης δεν μας άφηνε να μπούμε μέσα γιατί η μάνα μας δεν είχε βρει τα χρήματα για την εγγραφή μας που ήταν από δέκα χιλιάρικα. Έψαχνε να δανειστεί, μα ήταν δύσκολο να βρει άνθρωπο να μας δανείσει αφού ήξεραν πως τον πατέρα και τον Δημητρό μας, το κράτος τους είχε στείλει εξορία, λόγο φρονημάτων..
Τέλος, μετά από πολλή ταλαιπωρία κατάφερε να μας γράψει στο σχολείο. Στην τάξη δεν βρήκα την δασκάλα μου την Άννα, ούτε και τους συμμαθητές μου.
Η κυρία Άννα είχε βγει στη σύνταξη και οι συμμαθητές μου είχαν πάει στη διπλανή αίθουσα που ήταν η Τρίτη και η Τετάρτη τάξη. Στον πάνω όροφο ήταν η πέμπτη και η έκτη τάξη με δάσκαλο τον Βασίλη Αδαμίδη. Η δασκάλα μου η Χρυσούλα ήταν κόρη του Αδαμίδη και καινούργια στο σχολείο. Νευρική, υπεροπτική, η φωνή της τσιριχτή και η ίδια απόμακρη και αντιπαθητική.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες διαμόρφωσα τον χαρακτήρα μου. Χαρακτήρα απείθαρχο, αρχηγικό. Ενώ αγαπούσα τα γράμματα, δε βαρυγκωμούσα, το διάβασμα με ευχαριστούσε, μα πουθενά δεν πειθαρχούσα. Μιλούσα μέσα στην τάξη και τότε οι εκπαιδευτικοί ήταν αυστηροί, αγράμματοι και χτυπούσαν άγρια. Η δασκάλα μου γνώριζε πως δύο χρόνια ήμουν άρρωστος. Βοούσε το χωριό πως περίμεναν να πεθάνω από μια αρρώστια που με ταλαιπωρούσε, χωρίς ο γιατρός να μπορεί να τη διαγνώσει. Είχε όμως μεγάλο έλλειμμα ψυχής, ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Ενώ τα μάτια της έβλεπαν πως το δέρμα μου ήταν κολλημένο επάνω στα κόκκαλα, η ψυχή της εθελοτυφλούσε, αντιδρούσε χωρίς κανένα έλεος.
Εγώ αρνιόμουν να ανοίξω τα χέρια να με χτυπήσει με τη βέργα όπως έκανε με τα άλλα παιδιά Όχι μόνο δεν άνοιγα τα χέρια, μα έπιανα τη βέργα την ώρα που η δασκάλα την σήκωνε, την άρπαζα και την έσπαζα. Η δασκάλα έβαζε τα παιδιά μπροστά στη πόρτα για να μη φύγω και έστελνε να φωνάξουν τον πατέρα της. Από τα νεύρα της έκλαιγε! Εγώ άνοιγα το παράθυρο και πηδούσα στην αυλή από τρία μέτρα ύψος.
(Και η δύστυχη η μάνα μου κάθε τόσο με ρωτούσε μήπως και είχα ξεχάσει να πιω το μουρουνέλαιό μου!)
Θανάσης Παμπόρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου