Η καραβίσια πένα μου, σταμάτησε· δεν θέλει…
( Με δίχως μπάρκο, πώς μπορεί να πει για τα ταξίδια;
Με δίχως, κείνο τ’ άλικο το φως, απ’ τα μπορντέλα...
τους λογισμούς μου, πώς μπορεί σωστά για ν’ αποδώσει;)
.
.
Η δεύτερή μου, η στεριανή, έπαψε πια να γράφει.
( Με δίχως δάση, ρεματιές, με δίχως τα λουλούδια...
πώς να μπορέσει, λεύτερα να στέρξει το μελάνι,
σπόρος να γίνει κι άνοιξης χόρτο – βαθύ κλινάρι;)
.
.
Η τρίτη, της πολιτικής, είν’ της ντροπής η πένα.
( Αυτή, δεν έχει λογισμούς παρήγορους κι ευφράδειες.
Έτσι ασημένια, ως κείτεται δίκοπη μοιάζει κάμα.
Αυτή, μιλά γι' ανθέλληνες - πολιτικούς, προδότες...)
.
.
Η τέταρτη, μ’ όψη σφοδρή, είν του Θανάτου η πένα.
( Αυτήν, την έχω με άλυσο δεμένη στο κατώγι.
Μαύρο θυμίζει Χάροντα που ζεύει τ’ άλογό του.
Θάλασσες, τούτη, δε νογά! ούτ’ ευανθούς και φαύλα…
.
Σαν είναι δαύτη, για να πει… σαν είναι για να γράψει…
αλλοίμονο! στον δύστυχο το νου που την κατέχει:
Θα θέλει αυτόν κάτω, νεκρό! στην άβυσσο, θα θέλει.
Αυτήν, δεν θέλω να κοιτώ, δεν θέλω καν ν' αγγίζω...)
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου