Η αμαξοστοιχία σφυρίζει παρατεταμένα
ο ήχος τρομάζει τον αέρα
η ξύλινη φωνή από τα μεγάφωνα
επισπεύδει την επιβίβαση των επιβατών
με κατεύθυνση βόρεια βορειοδυτικά
και επιβάλλει την απομάκρυνση
των επισκεπτών από την αποβάθρα
με κατεύθυνση αδιάφορη
τα δάχτυλα ενός χεριού κινούνται αόριστα
αποκομμένα από το υπόλοιπο σώμα
ένα φευγαλέο χαμόγελο απομένει
μετέωρο στο μισάνοιχτο παράθυρο
ένα δάκρυ κυλά στο μάγουλο
για να ενωθεί αθόρυβα με το πηγμένο σάλιο
οι λέξεις που δεν πρόφτασαν να ειπωθούν
κατρακυλούν στο κενό
τεμαχίζονται σε ακανόνιστες συλλαβές
πάνω στις σιδηροτροχιές
μια χαρτοπετσέτα με το κόκκινο
αποτυπώματα των χειλιών
ταξιδεύει ανάμεσα στο πλήθος
με άγνωστο παραλήπτη
ο ρυθμικός χτύπος της μηχανής
διαλύει τις ψευδαισθήσεις
τα βλέμματα αποφεύγουν να συναντηθούν
καθένας ακολουθεί τον προορισμό του
ο σταθμός αδειάζει
μόνο ο άστεγος επαίτης
συρρικνώνεται σαν σαλιγκάρι
στο προσωρινό του καταφύγιο
στο ακρινό παγκάκι
περιμένοντας την επόμενη
φιλάνθρωπη πελατεία του
οι υπάλληλοι στα γκισέ ηρεμούν
ο σταθμάρχης επιστρέφει στο γραφείο του
αποθέτει το πηλίκο στην κρεμάστρα
κάθεται αμίλητος στην καρέκλα του
ανάβει τσιγάρο
και ξεφυσά τον καπνό στο ταβάνι
για μια ακόμη φορά
© Δημήτρης Φιλελές
Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο ποιητικό ιστολόγιο
poetagreco.blogspot.com τις 12 Ιανουαρίου 2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου