Εκείνη την μέρα κρατούσα στο χέρι το κλειδί μου.
Απλό μεταλλικό κρύο,παγωμένο και αυτό,από τον καιρό.
όμορφα θα ήταν να είχα και εγώ κάποιον να πάω παρέα,
ποτέ δεν πήγα μακρινά μέχρι την αγορά και πάλι πίσω.
Και καλοκαίρια ως την ακρογιαλιά,
μα πάντα με το κλειδί στο χέρι για την επιστροφή.
Οι επιθυμίες μου ήταν φτωχές μα ρουφούσαν το μυαλό μου
εικόνες με ζευγάρια στα χιόνια να τρέχουν.
Να παίζουν με χιονόμπαλες,και γέλιο,πολύ γέλιο σαν αυτό
της ευτυχίας. Μα το κλειδί παραμένει στα χέρια μου παγωμένο.
Μέχρι την ημέρα που συναντήθηκαν τα βλέμματα μας.
Αλαλαγμός στη ψυχή μου.
Μίτος της Αριάδνης χωρίς τέλος...
Ας έβγαινες από το μυαλό μου!!!
'Αξιζα την ευδαιμονία!
Παρακαλάω μην ξεχάσω,την μορφή σου..
Μα η ζωή δεν αφήνει κανέναν που να αξίζει.
Κάθισες δίπλα μου αγέρωχος αρρενωπός με το χοντρό
παλτό σου. Άφησες το κλειδί σου στο παγκάκι.
Πήρες το χέρι μου και το άνοιξες απαλά
με τρυφερότητα, τα δάκτυλα μου άφησαν
το κλειδί δίπλα στο δικό σου.
-Γυρεύω το αυθεντικό.. μου ψέλλισες αγγελοκαμωμένος..
Πάμε στο χιόνι; ρώτησες..
Έγνεψα, βήματα αργά.
Ο χιονάνθρωπος φοράει καπέλο.. Και κασκόλ...
χαμογελάω θαρρετά..
‐Η ευτυχία είναι λευκή σαν χιόνι..
Είπα ντροπαλά.
Και τώρα αφέντη μου,που πάμε;
-Ταξίδι μακρινό...αποκρίθηκες.
Τα δύο κλειδιά έμειναν εκεί σκούριασαν στο ίδιο παγκάκι..
Δεν τα αγγίξε ποτέ κανείς.
© Λιτσα Αλιβιζατου Μουρελατου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου