Γ. Ρίτσος { Μέρα Μαγιού μού μίσεψες}

Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης 

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά 'δειχνες ένα-ένα 
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα 

Και μού ’δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι, 
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι 

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα, 
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα. 
Μα, γιόκα μου, κι αν μού 'δειχνες τα αστέρια και τα πλάτια, 
τά 'βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια. 

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια 
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια. 

Και μού 'λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θά 'ναι δικά μας, 
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου