Οι ημέρες ίδιες είναι... Κυριάκος Κάππα.

Παρασκευή απόψε, Μεγάλη την λένε, 
το ξέρω αδερφέ μου αυτό, ε και λοιπόν. 
Θρηνούν οι ανθρώποι με θλίψη και κλαίνε, 
για το μεγάλο το άδικο, εκείνων καιρών. 

 Γιατί κάνουνε όλοι βαριά πως πονούν, 
 κι η πλάση ολάκερη, γιατί οργή έχει τόση; 
Λες και κακό μέσα τους μεγάλο βαστούν, 
 Δεν πιστεύουν πως μπορεί, ο Θεός να τους σώσει. 

 Δύστυχοι δείχνουν να αισθάνονται, 
γιατί στέρεψε η λάμψη των αστεριών; 
Ίσως με άχρηστα πράγματα πιάνονται. 
Συμβάντα που ανήκουνε στο παρελθόν. 

 Η μήπως είναι από ‘κείνους, που τους λένε καλούς; 
 Μια και πλύναν τα χέρια τους, σε καθάρια πηγή. 
Τώρα σαν τον Οιδίποδα μοιάζουνε με τρελούς. 
 Εύκολα να ξεχάσει τι έκανε, κανείς δεν μπορεί 

 Για τελώνες αδίστακτοι κι άπληστοι μοιάζουν, 
 που δεχτήκαν το ιμάτιο, σ’ όλους να μοιραστεί. 
Τον καρπό των κόπων τους, με αργύρια αλλάζουν. 
Για όλα όσα πράξανε, καρτερούν αμοιβή. 

Σαν σκύλοι καρτέρι που στήσανε, 
 να αρπάξουν τα κόκκαλα αλλονών, 
και ας ξέρανε πως αυτά είσανε, 
διπλανής πόρτας θρέμμα παιδιών. 

 Σαν κι απόψε δεν ειν’ που σταυρώσανε, 
 κάποιον που τον λέγαν Χριστό; 
ξύδι και χολή να πιει που του δώσανε, 
 σαν τους φώναξε αδέρφια διψώ. 

 Μα γενέθλια σήμερα είναι και του Γιωργή, 
το κεφάλι που του ‘κοψαν, στην μεγάλη πλατεία, 
κανείς τους δεν έκλαψε, έναν κομμουνιστή, 
και οι παπάδες δεν δέχτηκαν να του ψάλουν κηδεία. 

 Γι αυτό σου είπα αδερφέ, οι μέρες όλες μοιάζουν, 
 εμείς τις ορίζουμε μικρές οι μεγάλες, 
 από πόσων τα χέρια μας, αίμα αθώων θα στάζουν, 
 εκτός κι αν στερέψανε οι άδικες στάλες. 

Αυτό μάλλον είναι φίλε, τελικά η ζωή, 
 στον καθένα μας δίνει, που του πρέπει ψυχή. 
 Άλλος σταθερά με χαμόγελο, να βαστά το καρφί, 
 κι άλλος με πάθος αλάνθαστα, να χτυπά το σφυρί. 

 Ποιος τάχα να νοιάζεται, γι αυτόν που πονά, 
 γι αυτόν στον λαιμό, που του ‘βαλαν θηλιά. 
 Θα πρόκειται μουρμουράνε, για κάποιον φονιά, 
 καλά να τους κάνουν, όσους ζουν σαν σκυλιά. 

 Γι αυτό κι όταν σφάξανε, τον φονιά τον Γιωργή, 
 η πλατεία τότε γιόμοσε, από κόσμο πολύ. 
 Τον κακούργο να δούνε, χωρίς κεφαλή, 
 να ουρλιάζει να πονεί, σαν θα βγαίνει η ψυχή. 

 Μεγάλη μπορεί να ‘τανε πάλι Παρασκευή, 
 για τον γιο και την κόρη του, την μανούλα του την φτωχή. 
 Για όσους τον αγαπούσαν, και φίλος τους ήταν πολύ, 
 που τον μέτραγαν όπως και όλους, άνθρωπο με ψυχή,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου