Περνώντας απ’ την κόλαση ... Κυριάκος Κάππα.

Και σαν ουρανός, γη και θάλασσα άρχισαν να ξερνούν φωτιά, 
σκιαχτήκαμε. Όχι γιατί μας τρόμαξε η πορτοκαλιά η φλόγα, 
που εξήντα πήχεις μπόι είχε, ούτε για την καπνιά που σαν 
φάντασμα ξεπήδησε καταμεσήμερα από της γης τα σπλάχνα 
και μας πήρε στο κατόπι. Το ραχάτι μας ταράχθηκε, και η 
μεσημεριανή η σιέστα έμεινε στα μισά. 

Όχι σαν είδαμε το μανιασμένο το θεριό από πυρ και κατάρα 
μαύρη που ήταν η όψη του να κατατρώει αχόρταγα δένδρα, 
βουνά και δάση, μα σαν είδαμε το ατσάλι και το σίδερο να 
λειώνει και να τρέχει ρυάκι απ’ του Βεζούβιου τον καιρό
 την λάβα, μέσα στ’ αυλάκια στην πυρωμένη άσφαλτο που 
άχνιζε, τρομάξαμε και γυρέψαμε βοήθεια απ’ τον Θεό. 
Τα σπίτια μας φώναξε κάποιος, θα καούν τα σπίτια μας, 
αλίμονό μας, τι θ’ απογίνουμε.

Παναγιά μου, ακούστηκε μια άλλη βραχνή φωνή που 
βαριανάσαινε να λέει. Το σπιτικό μας στάχτη θα γίνει; 
Δεν θα απομείνει τίποτε; Τόση πέτρα από την Κάρυστο, 
τόσο μάρμαρο από την Θάσο, τόσα δοκάρια ατόφια καρυδιά 
και καστανιά απ’ τα Τζουμέρκα. Τόσος κόπος, τόσα χρήματα. 
Θα γίνουν όλα στάχτη, αμαρτία απ’ τον Θεό. Θα καούν όλα. 
Να τρέξουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε να τα σώσουμε. 

Κινήσανε όλοι μαζί γοργά. Μα δεν προκάμανε να πάνε μακριά. 
Αντάμωσαν στο πάνω σταυροδρόμι με μια μάνα, που κράταγε 
στην αγκαλιά ένα μωρό γυμνό κι έκλαιγε γοερά, ενώ 
μ’ αντίθετη φορά απ’ όλους τούτους έτρεχε. Τρελή την είπαν 
όλοι τους για λίγο. Ώσπου με τρόμο νοιώσανε τις σάρκες τους 
ν’ αρχίζουνε να λειώνουν, και μυρωδιά από κρέας ανθρώπινο 
μπούκωσε τα πνευμόνια τους. 

Στρέψανε μονομιάς τότε τα νώτα τους στην φωτιά, κι ένας 
με το βρακί, άλλος μ’ ένα σεντόνι τυλιγμένος κι άλλοι 
ξεβράκωτοι, αρχίσανε να τρέχουν γρήγορα προς τον γιαλό. 
Μα το θεριό οίκτο κι έλεος δεν είχε για κανέναν. 
Προσάναμμα δένδρα, λαμαρίνες, ζώα κι ανθρώποι, τάιζαν 
ασταμάτητα τις φλόγες τις πελώριες που ήθελε το θεριό 
να τρέφεται. Τρέξαμε προς την θάλασσα για να σωθούμε. 

Και κείνο το απομεινάρι της νυχτιάς στα Σόδομα που 
δεν κατάφερε να ξημερώσει, ξωπίσω μας δαιμονισμένο 
έτρεχε. Κάποιων τα μαλλιά πήραν φωτιά και προσπαθούσαν 
να τα ξεριζώσουν και να τα πετάξουν μακριά τους, μη 
και καούν ολάκεροι. Αλλονών αρπάξανε τα ρούχα, 
και πριν επάνω τους κολλήσουν τα ξεφορτώθηκαν 
και τα ρίξανε πίσω τους. Κάποιοι που δέρμα λιπαρό είχαν, 
το νοιώσανε που άρχισε να λειώνει. 

Οι δύστυχοι τον πόνο δεν αντέξανε γονάτισαν στην γη 
πουρνάρια που ‘χαν λαμπαδιάσει, και σήκωσαν τα 
χέρια τους ψηλά. Δεν πρόλαβαν ούτε να ρωτήσουνε γιατί. 
Στάχτες και κάρβουνο αναμμένο γίνανε. Και σαν αξιωθήκαμε 
εκεί που η θάλασσα ξεπλένει την αλμύρα της να φτάσουμε, 
κάναμε όλοι ένα βήμα πίσω ξαφνιασμένοι. 

Τούτο δεν ήταν θάλασσα. Του Αχέροντα μια όχθη ήτανε 
που βούρκος είχε γίνει. Βούρκος από ανθρώπους ζωντανούς, 
κουφάρια, καμένα ξύλα, στάχτες μα κι ότι άλλο του ανθρώπου 
ο νους μπορεί να βάλει. Κουφάρια που ανέμελα και με τα μάτια 
ανοιχτά πια πλέανε πέρα δώθε, με των κυμάτων τον ρυθμό. 
Και ζωντανοί που κλαίγανε απελπισμένοι να ψάχνουν τον 
βαρκάρη, παρακαλώντας κάποιος να τους σώσει. 

Ειδάλλως φώναζαν αυτοί να πάρουνε των κουφαριών την 
θέση. Ένας παπάς κάπου στην άκρη, ελέησον μας κύριε 
τα τέκνα σου μουρμούραγε ξεψυχισμένα. Σε λίγο και αυτόν 
να μουρμουρά, έπαψα δυστυχώς να τον ακούω. 
Πιο κει σε έναν βράχο που ζεμάταγε, καθότανε μια κόρη 
μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά της. Σπάραζε κι έκλαιγε ωσαν 
την Ανδρομάχη, σαν σεργιανούσε πίσω από το άρμα του 
ο Αχιλλέας, τον Έκτορα να σέρνει. 

Το σπλάχνο της γι αλλού ταξίδευε. Εκείνη μας κοίταζε στα 
μάτια έναν προς ένα ουρλιάζοντας όχι Θεέ μου, όχι. 
Μα δυστυχώς δεν ήτανε κανείς εκεί να πει «Ταλιθά κούμι», 
και το κορίτσι να σηκωθεί. Κι εγώ που όλα αυτά τα έβλεπα 
ήθελα να κλάψω και να λυπηθώ πολύ. Μα δεν μπορούσα. 

Γιατί ήθελα για μένανε πρώτα να κλάψω και δάκρυα δεν είχα. 
Ήθελα για μένανε να λυπηθώ, μα λύπηση δεν έβρισκα. Τότε 
μια σκέψη μου ήρθα στο μυαλό. Κάποιονε να παρακαλέσω 
για να μας σώσει. Μα δεν μου ερχόταν στο μυαλό κανείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου