Τον είδε ξαφνικά μπροστά της.
Κι ένιωσε έναν πόνο στο στομάχι.
Έντονο...
Οι πεθαμένες πεταλούδες, σκέφτηκε.
Τον ρώτησε γιατί ήρθε;
Μέρες προσπαθούσε να ξεχάσει.
Έκατσε πλάι της.
Το κορμί της αναρίγησε.
Όχι από έρωτα.
Κάτι της θύμισε αυτό το άγγιγμα.
Ή κάτι νόμιζε πως της θύμιζε.
Γύρισε και είδε τα μάτια του.
Μάτια γεμάτα προσμονή.
Έμοιαζαν σ' εκείνα τα μάτια
που είχε ταξιδέψει κάποτε.
Το βλέμμα του ήταν έντονο.
Σαν κάλεσμα...
Σαν συγνώμη.
Τί πίστευε στ'αλήθεια;
Πώς δεν θα τον συγχωρούσε;
Τον συγχώρεσε...
Για λίγο ένιωσε προδομένη...
Μετά ταπεινωμένη...
Μα έπρεπε να τον συγχωρέσει
για να είναι καλά μέσα της.
Έκανε μιά όμορφη κηδεία
στις ψόφιες πεταλούδες,
που κάποτε χόρευαν για κείνον
στο στομάχι της.
Φόρεσε το χαμόγελό της ψυχής της
και ξεγελούσε τους πάντες.
Ήταν όλα μιά χαρά.
Ή έτσι νόμιζε.
Τώρα στο στομάχι της
γίνεται χαμός.
Μία περίεργη ανακατωσούρα.
Γιατί άραγε;
Γιατί ήρθε γαμώτο;
Τίποτα δεν είναι ίδιο πιά.
Μόνο η αγάπη της...
Ίδια ώς το τέλος του κόσμου.
Ώσπου να κλείσει τα μάτια της.
Μα αυτή τη φορά,
θα κρατήσει απόσταση ασφαλείας.
Θα κοιμίζει την αγάπη της
στα δικά της σεντόνια.
Θα την προσέχει.
Δεν φοβάται πιά κανέναν.
Παρά μόνο τον εαυτό της.
Μη λυγίσει...
Μη γυρίσει.
Όχι πάλι...
Το πήρε το μάθημά της.
Από μακριά κι αγαπημένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου