Αγαπητέ φίλε…
Το ξέρεις ότι σε περιμένω και γι’ αυτό δεν έρχεσαι ποτέ.
Κάθε μέρα στολίζομαι και αρωματίζομαι,
μεταμορφώνομαι σε γυναίκα ήλιος, βγαίνω στην βεράντα
και κοιτάζω τριγύρω.
Κάθε περαστικό τον κοιτάω εξονυχιστικά
και αναρωτιέμαι μήπως είναι…
Φυσικά οι ώρες περνούν επιδεικτικά, πιάνει ψύχρα και πρέπει
πάλι να κλειστώ στην γυάλα μου.
Άλλη μια μέρα την πέρασες χωρίς εμένα και εγώ
άλλη μια μέρα κάνω υπομονή.
Οι μέρες όμως κάνουν πίσω, βαραίνουν την πλάτη μου
και οι εποχές τρέχουν τρομακτικά.
Περιμένω μια άνοιξη που θα επισκιάσει
κάθε χειμώνα της ζωής μου.
Πού είσαι; Έχεις γεννηθεί!
Με έχεις ακούσει! Με έχεις δει!
Πού είσαι; Σου γράφω γράμματα
που ποτέ δεν έρχονται στα χέρια σου.
Σαν να βάζει ο διάολος το χέρι του και κάθε φορά που πηγαίνω
στο ταχυδρομείο να στα ταχυδρομήσω είναι κλειστά.
Άραγε τι ώρα πηγαίνω; Βράδυ;
Δεν μπορώ να θυμηθώ τι ώρες και τι μέρες βγαίνω έξω
από το σπίτι, έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Θέλω να κοιμάμαι συνεχώς για να σε φέρνω δίπλα μου.
Δεν έχω παράπονο, έρχεσαι πάντα.
Ίσως γιατί η θέληση μου και η επιθυμία μου είναι πιο
δυνατές και από εμένα και από εσένα.
Πολλές επισκέψεις, πολλά πανηγύρια, οι στολές των
θεατρίνων αλλάζουν και τελικά προσπαθώ να καταλάβω
αν μπροστά στα μάτια μου παίζονται κωμωδίες ή δράματα
για αυτό και εκεί που γελώ, ξαφνικά κλαίω.
Ώρες-ώρες νιώθω σαν αράχνη, πλέκω συνεχώς
τον ιστό μου μέχρι που μπερδεύομαι τόσο πολύ μέσα
σε αυτόν και δεν μπορώ να ελευθερωθώ…
Αντί να πέφτουν άλλοι μέσα, πέφτω εγώ η ίδια ηθελημένα,
δικαιολογώ τους άλλους και βρίζω εμένα.
Με αγαπώ, το ξέρω αυτό, όμως είμαι πολύ αυστηρή,
κάνω λάθη και τα αγαπώ και αυτά.
Θέλω τα άγνωστα να γίνουν γνωστά και τα μικρά αγαπημένα…
Έτσι έχουν τα πράγματα…
Ένα πρωί σηκώνεσαι από το κρεβάτι και τίποτα δεν είναι πια ίδιο.
Τίποτα στην θέση του, τίποτα μέσα σου και πουθενά εσύ.
Οι επιλογές δύο, ή να κλείσεις στις παλάμες σου
ότι έχει απομείνει ή να τις ανοίξεις τόσο
που να πονέσεις και δεν είναι που το έγκλημα είχε σαν στόχο
εσένα, είναι που δεν σε αποτελείωσε για να μην μπαίνεις
σε περαιτέρω προβληματισμούς.
Μου αρέσουν οι επιστροφές αλλά να αξίζει ο προορισμός.
Τώρα… εγώ που να πάω; Η ζωή μου δεν έχει φως.
Όπου στραφώ αυτομάτως σκοτεινιάζει.
Οι φίλοι πάνε κι έρχονται.
Στερημένη από αναπνοές βγαίνω στους δρόμους,
δεν ξέρω που πάω.
Παρατηρώ τα πάντα γύρω μου σαν πεινασμένο παιδί.
Κοιτάζω επίμονα την αγάπη στον δρόμο,
όπου κι αν την συναντώ, μέσα στα αυτοκίνητα,
κάτω από τα φανάρια, μέσα στα μαγαζιά,
γυρνάω σε ένα σπίτι πάλι, ανοίγω το θλιβερό παράθυρό μου
και επιμένω με ανοιχτά μάτια να φαντάζομαι και να ονειροπολώ.
Δεν έχει πεθάνει τίποτα, το ξέρω, εγώ έχω πεθάνει.
Δεν έχει αλλάξει τίποτα, μόνο εγώ και βρίσκομαι σε απόγνωση.
Ξέρω ότι κάποια στιγμή θα γυρίσω πίσω.
Δεν θα κάθομαι πίσω από σκοτεινά παράθυρα.
Αυτό ίσως είναι το μόνο που μου δίνει δύναμη.
Η ελπίδα που πάει κι έρχεται σαν πουλί με τσακισμένα φτερά.
Η πίκρα μου δεν είχε ποτέ πρόσωπο.
Το βιβλίο που αγάπησα περισσότερο στη ζωή μου.
Ίσως γιατί για μένα δεν ήταν μόνο ένα βιβλίο.
Ήταν πόνος μεταμορφωμένος σε λέξεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου