Ώς Όναρ... Κωνσταντίνος Γεωργίου.

 Θυμᾶμαι στὰ ὄνειρά μας
μοῦ ‘δινες τὸ χέρι σου καὶ περπατούσαμε μαζί.
Τὸ ἑπτάφωτο ἀστέρι ποὺ κουβαλοῦσες στὰ μαλλιά σου
εἶχε τὸ πρόσωπο ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ ποὺ χαμογελοῦσε τρυφερά.
Περιπατητὲς μιᾶς ἄγνωστης ἠπείρου,
διαβάτες τῶν στίχων ποὺ σημαδεύουν τὸ ἀνέφικτο
ποὺ ἴσως, τελικά, νὰ δίνει κάποιο νόημα στὴν ζωή μας.
Θυμᾶμαι,
τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι τῆς πολιτείας καθισμένα σακιὰ ἀπὸ τὴν
κούραση δέναν τὸ μαντήλι τοῦ ὕπνου στὸ κεφάλι τους,
ἐμεῖς παίζαμε, τραγουδούσαμε, κυνηγούσαμε τὶς σκιές μας
στοὺς μικροὺς δρόμους τῶν μεγάλων ὀνείρων.
Πίναμε ἀκόρεστα νερὸ ἀπὸ τὸ ποτήρι τοῦ χρόνου
καὶ ἔτσι σβήναμε τὴν γεμάτη φλόγα δίψα τῆς εὐτυχίας.
Τὸ τραγούδι τῆς νύχτας μὲ τὰ τιτιβίσματα τῶν γρύλων
μουσικὴ ὑπόκρουση ποὺ συνόδευε τὸν χορό μας
πάνω στὰ λευκὰ ἄνθη τῶν γιασεμιῶν
ποὺ ἔσταζαν ἄρωμα.
Θυμᾶσαι;
Ἄλλες φορὲς πάλι σκαρφαλώναμε πάνω στοὺς δεῖκτες
τοῦ παλιοῦ ρολογιοῦ πάνω στὸ τζάκι
καὶ περιμέναμε κάθε τόσο τὴν στιγμὴ νὰ συναντηθοῦν
γιὰ νὰ δείξουμε μαζὶ τὸ μέλλον.
Ἀπὸ τόσο ψηλὰ ἀγκαλιάζουμε ὁλόκληρο τὸν κόσμο
σκεπάζοντάς τον μὲ τὸ σεντόνι τῆς ἀγάπης μας,
σχηματίζουμε μὲ τὰ χέρια μας τὸν ἥλιο
ποὺ ζεσταίνει τὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς
ποὺ φωτίζει τὸ πικρὸ ψωμὶ μιᾶς ταπεινῆς ζωῆς.

Σὲ πρῶτο πληθυντικό, Ἰωλκός, 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου