Σφραγισμένα χείλη… Τριαντάφυλλος Μπαλωμένος.

Χθες το βράδυ στον ύπνο μου ήρθε ο πατέρας …
Καθόταν δίπλα σε μια μπουγάδα,
πού μόλις είχε ξεβγάλει η μάννα ...
Ρούχα άσπρα κάτασπρα,
αλλά και χρωματιστά,
καθάρια και φωτεινά.
Η Μάννα τα είχε μέσα σε μια γαλβανιζέ λεκάνη ,
που πήρε μαζί της
και ήρθε στο όνειρό μου,
για να μου στείλει μηνύματα,
παντοτινής μεταφυσικής αγάπης,
φροντίδας κι έγνοιας,
αλλά και να μου φανερώσει
τ «άπλυτα» μου...καθάρια…
Η μητέρα μου καθόταν δίπλα του,
απέναντι απ' τα φρεσκοπλυμένα
και σφιχτό στημένα ρούχα…
‘Ήταν αμίλητη και κοίταζε
τον πατέρα μου που κράταγε
στα χέρια του ένα μικρό μαυροπίνακα,
σαν αυτόν που χαράσσουν τις πρώτες τους
αδέξιες γραφές τα πρωτάκια
στο σχολειό,
και μία κιμωλία.
Σηκώθηκε πήγε κοντά στο κομοδίνο
και στέριωσε το μαυροπίνακα
πίσω από ένα διάφανο βάζο,
που είχε μέσα
ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο,
π’ ορθό έπλεε μέσα στο νερό χωρίς κοτσάνι…
Ο μαυροπίνακας είχε μετατραπεί πια σε καθρέφτη
και μέσα του αντικαθρεφτιζόταν το τριαντάφυλλο…
Έστεκε πάνω στο κλαδί
που είχε χαράξει πριν ο πατέρας στον μαυροπίνακα…
Ο υαλοπίνακας είχε πάρει όλες
τις ιδιότητες κάθε μαρτυριάρη καθρέφτη,
με έντονη την χάραξη των αγκαθιών,
κατά το ύψος του χαραγμένου
με την κιμωλία κλαδιού…
Στο πάνω μέρος του πίνακα
ο πατέρας είχε γράψει…
«ΤΟ ΑΛΛΟ ΣΟΥ ΜΙΣΟ…»
Στο βάθος του καθρέφτη μέσα,
ήταν η σκάφη της μητέρας με τα ροζ σεντόνια,
τις δίδυμες κόρες τους μαξιλαροθήκες,
μια ροζ πετσέτα,
από τα μαρτυρικά
της βαπτιστικής σου αγάπης
και δυό άσπρα πουκάμισα...
Το ένα είχε επάνω του μια στάμπα
μ’ ένα φεγγάρι,
και το άλλο ένα πουλί…
Είχε κι άλλα αποκαθαρμένα «άπλυτα» μου μέσα,
αλλά άντε τώρα να τα θυμηθείς …
`
Η μάννα σηκώθηκε και άπλωσε
τα πουκάμισα σ ένα σχοινί,
που οι άκρες του κρέμονταν απ τον ουρανό,
και πίσω υπήρχε ένα πανό που έγραφε…
« ΗΤΑΝΕ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΙ ΗΣΟΥΝΑ ΠΟΥΛΙ…»
Και το πανό άλλαξε μορφή κι έγινε υαλοπίνακας
που μέσα του και πίσω απ’ την επιγραφή
αντανακλούσε ο ουρανός,
με την ημισέληνο να πλέει σαν βαρκούλα,
στο απέραντο γαλάζιο του,
και το πουλί να πετάει προς το φεγγάρι…
Άχ νεράιδα μου,
κόρη εξωτική ομορφιά,
που ‘ρθες κι εσύ στον ύπνο μου,
εκεί κοντά,
μαζί με έναν ξένον άνθρωπο απ’ το πουθενά,
να κάνω σύνδεση στο αστρικό λογισμικό της,
με τη σελήνη γυριστρούλα στον ουρανό της…
…αλλά να μην της πω πως
είμαι το άλλο μισό...
«Εγώ» της,
αλλά τ’ άλλο πρόσωπο,
το –ξένο- δικό της,
που μού ‘φερες χωρίς συστάσεις…
…κι έστειλες τους δικούς μου γονείς πίσω,
στις απόκοσμες από μας,
κι απ’ όλο το σύμπαν αποστάσεις…
…και ξαναμίλησα στον ύπνο μου μαζί της ,
κι έκαμα –λέει- το θέλημα σου,
εν άγνοιά της…
Και πλήρωσα στον ύπνο μου αντί για σε,
δέκα εξ ευρώ,
ναύλα σε ντάμα κούπα θωρώ…
Σμίξη πλήρωσα ή χωρισμό…
Μάλλον και τα δυό…
Για να βρουν όλοι οι αγαπητοί δικοί της,
"εις Παρισίους"
την σμίξη μαζί της…
Στον ύπνο μας το υποσυνείδητο μας απελευθερωνει από
κάθε επίβουλο και δόλιο δισταγμό,
και σαν σκληρός υπολογιστής,
μας φέρνει απ το μέλλον,
ότι στο παρόν,
το παρελθόν, ξεχάσαμε,
ή δεν μας «βόλευε»,
να ιδώ και να σκεφτείς…
Και στους χρησμούς του Μορφέα,
Πυθία μου ενόραση διαθλάς της ψυχής
και τους ασκούς από φόβους ανοίγεις,
για την απόσπαση των ζωντανών ανθρώπων,
απ την συνύπαρξη με των δικών μας θανόντων...
Δίλημμα σε μήνυμα με GPS ανίχνευσης,
κάθε διαδρομής,
στους χρησμούς της Πυθίας στοχάζομαι πως ζεις…?
Και μου φανέρωσε τον κομβικό της ζωής σου το σταθμό,
εκεί που πάντα χανόσουν,
κι άντε να βρεθείς…
Εκεί που πάντα μπλόκαρες του μυαλού μου το σκεπτικό ,
που ‘παιρνα το σήμα της καρδιάς σου,
ευθύγραμμα παλμικό…
…και σε δέκα εξ μέρες άνοιξε ο Ουρανός μπόρες πολλές"
ότι συμβαίνει και...
"εις Παρισίους" ,
σε ερωτικές χαλασιές…
…Κι ακούστηκε στον ύπνο μου ποιητικά γραμμένο,
σε στίχους του πάθους της ψυχής,
με τέμπο νοσταλγικής ρομαντικής μουσικής…
" Πράσινο Σκοτάδι,
απ’ τα μάτια σου βαμμένο,
χίμηξε κι απόψε να με βρει…
κι έγινε το σπίτι ένα δάσος πετρωμένο,
που ‘μοιαζαν τα δέντρα του σταυροί…»
Άλαλος και κάθιδρος το χάραγμα ξυπνώ,
κι ο λυρικός λυγμός της αηδούς,
της «Άναμπελ»,
της «…πιο όμορφης θάλασσας»,
με πετυχαίνει στην αποστροφή του σε… εγκεφαλικό…
«… ήσουνα φεγγάρι
κι ήμουνα πουλί,
πέταξα ψηλά για να σε φτάσω,
κι όταν σ’ είχα φτάσει μέχρι το φιλί ,
σ’ έσβησε η ανατολή…»
Δίπλα μου,
στο δικό σου μαξιλάρι,
έστεκε ο μαυροπίνακας του πατέρα μου,
με τη δική σου όμως γραφή…
Όσο η μνήμη κι αν την ανακαλεί ξεθώριασε γιατί…?
…και πέρασαν μέρες επτά,
κι ανέτειλε...
κι ανέτειλες στα Επτάνησα ξανά,
κι άρχισα ξανά το πουλί να πετά…
Κι όταν είχα φτάσει μέχρι το φιλί,
Σε πήρε η ανατολή…
…κι εκείνο κατάχλωμο ν’ αφήνει τη δική μου γη,
και να κάνει το γύρω του κόσμου μ’ όλα του τα λαμπιόνια
κι αχόρταγο να γυρεύει ετερόφωτο τον αστείρευτο ήλιο,
κι από άλλη ερωτική φωλιά τ’ ουρανού,
μαζί μου να ξιφουλκεί …
Και στους χρησμούς των ονείρων μου εσύ,
Άλλαξες ρούχα και καθρέφτη …
Κι έσβησες της κιμωλίας τη γραφή…
« ΕΣΥ ΔΕΝ ΘΑ ΦΥΓΕΙΣ ΠΟΤΕ ΑΠ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΖΩΗ!!!»
Πράσινο σκοτάδι χίμηξες ξανά...
σαν Έχιδνα πια,
και σφράγισες για πάντα δυό χείλη
Δαγκωμένα...
σφιχτα…
Πως… το άλλο μας μισό…
έχει αγκάθια στον κορμό,
σαν παίρνει για εχθρό
το σ’ αγαπώ,
το στέλνει στον Εωσφόρο πεσκέσι ασκαρδαμυκτί
και ξεχειλίζουν τα κάκητα ,
πιο μαύρα κι απ του Αχέροντα τη ψυχή…
Αχ εσύ Κάρολε…
μας το χες πει…
« στη μεγάλη νύχτα πυγολαμπίδες είναι οι Άνθρωποι…»
- Οψόμεθα σε Φωτεινά Ημερονύκτια όταν όλοι οι άνθρωποι
θα λαμπαδιάζουν σαν κερί…!!!
…κι απ το ρόδο βγαίνει αγκάθι,
κι απ την αγάπη βγαίνει καταπράσινη χολή…
Σφραγισμένα χείλη,
απ’ το κάθε βράδυ
ως το άλλο δείλι…
…άφυλλος …μένος Αγ. Παρασκευή

Τριαντάφυλλος Μπαλωμένος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου