Έβαψε κατακόκκινα τ' αγέλαστά της χείλη
να ξεχωρίζει ήθελε, μην μοιάζει στους νεκρούς.
μα όσο περισσότερο επλησίαζε το δείλι
τίποτα δεν εθύμηζε πια απ' τους ζωντανούς.
Καθότανε στην βάρκα ξεχασμένη πίσω μόνη
έχοντας το βλέμμα της σβηστό, χαμηλωμένο
γραμμένο κάπου είχε δεί στου χρόνου το στημόνι
για' ναν βαρκάρη σκοτεινό και πάντα θυμωμένο.
Γύρω τριγύρω ο άνεμος κάτι της μαρτυρούσε
μα, δεν ερχότανε κοντά ,δεν μπόραγε ν' ακούσει
Ο ποταμός της φάνηκε πως την περιγελούσε
και το σκοτάδι με σκιές γεμάτο ήταν λεφούσι.
Γυρνά ο βαρκάρης την κοιτά χωρίς να έχει μάτια
και της απλώνει φοβερό αρπακτικού ένα χέρι
τρέμει η ψυχή αναρριγά γυρεύει τα βαλάντια
πηχτό σκοτάδι γύρω της σαν πεθαμένο αστέρι.
Καθώς περνούν απ' τά σκυλιά στου Άδη το βασίλειο
κραυγές ακούει, κλάματα, φόβος και κουρνιαχτό
Ψυχές που το μετάνιωσαν κι αναζητούν τον ήλιο,
φύγε φωνάζουν , τράβα μας και μας στον ουρανό.
Κοιτάζει πίσω για να βρει τον δρόμο της εξόδου
μία μπαλάντζα κρέμεται μπροστά απ' τα σκαλιά.
Ζυγίσου ! ακούει μια φωνή , άδεια αν θες ανόδου,
Κτενά Ρούλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου