Δεν ξέρω πραγματικά πώς μπορείς να προσδιορίσεις τι είναι
ποίηση και πώς μπορείς να τη δημιουργήσεις.
Θαρρώ έρχεται και σε βρίσκει σαν ένα φως. Σαν ένα δώρο.
Είναι εκείνη η λέξη, η έμπνευση που ψάχνει να βρει
το δρόμο της λύτρωσης. Είναι μια οφειλή στη ζωή.
Τη δική σου και Των συναισθημάτων, Των πόθων,
των παθών, των καθαρμών, των εξαγνισμών σου.
Οι λέξεις παίζουν. Άλλοτε μισές. Άλλοτε σκοτεινές,
άλλοτε προκλητικές. Τι να πεις! Τι να διαλέξεις.
Είμαι σε μια αίθουσα διδασκαλίας. Διδάσκω λογοτεχνία
στα παιδιά και εκεί αρχίζει μια γιορτή, μια όμορφη περιπέτεια.
Κλείνουμε τα μάτια και αυτοσχεδιάζουμε.
Μιλάμε για ένα Ελεγχτή και το χρέος που έχει να κρατάει
άσβηστη τη φλόγα των αστεριών. Μιλάμε για το Σολωμό
και τη Φεγγαροντυμένη του. Για το Ρίτσο και τη Γυναίκα
στη Σονάτα του Σεληνόφωτος και δε μένουμε στους
στίχους, αλλά στο ταξίδι που κάνουμε με την ψυχή.
Και μετά Χρόνια πολλά έρχεται τρεις η ώρα τα
ξημερώματα η έμπνευση και πρέπει να πάρω μια
λευκή κόλλα και να γράψω,γιατί αν δεν το κάνω
εκείνη τη στιγμή δε θα μπορώ να ησυχάσω. Με πιάνει μανία.
Και ο χρόνος για μένα δεν έχει σημασία, ούτε τα πρόσωπα,
αλλά αυτά που η ψυχή σου όλη πρέπει να δώσει για να είναι
συνειδησιακά καλά και ήρεμη. Για να πάρει μια μικρή δόση
ευτυχίας. Ποτέ ολόκληρη. Μα ποτέ. Όποιος γράφει νομίζω
δεν είναι ποτέ ήσυχος. Φλέγεται ολόκληρος.
Άλλοτε είναι μισός κι άλλοτε λίγο χαρούμενος.
Ειρήνη Λεοντάρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου