Στον Αμπντουλάχ Οτζαλάν
.
"Θέριευε η ψυχή θωρώντας του λυκόφωτος τη χάρη.
Φλογισμένα ρίγη – σάμπως το μυαλό σε πυρετό.
Στο θαμπό του λογισμού του, τον συντρόφευαν οι φάροι
και με λάμψεις, του θυμίζαν κάθε τι 'ναι μπορετό.
.
Διύλιζε η ματιά τούς ίσκιους να 'βρει πέλαγο η ψυχή του.
Έγνοια μόνη του τ' αχνάρι της αυγής, τ' αλαργινό".
- Δείξε του, πώς να κιαλάρει την αναίσχυντη εποχή του.
Μάθε του, πώς να γνωρίζει τι δεν είναι αληθινό.
.
- Γιε μου! λιόκαλο στολίδι, συ του σύμπαντος αστέρι,
που δεν ήθελα να μάθεις, που δεν ήθελα πληγείς…
Βγες απ' το θαμπό σκοτάδι κι έλα πιάσε μου το χέρι
να σου δείξω, τι δεν πρέπει και τι πρέπει για να δεις.
.
"Πέφτει, το παιδί, σφαδάζει μέσα στ' άγνωστο ταξίδι.
Γκρίζο σύννεφο η ματιά του – σάμπως από πυρετό.
Γκρέμισε, γιατί του δείξαν πόθεν τέρπεται το φίδι:
Έμαθε, η ψυχή τ' ανθρώπου για το τι 'ναι μπορετό…"
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
.
.
.
Α, να 'χα στόμα η θάλασσα της Σμύρνης, να μιλήσω…
ν’ απαριθμήσω τους νεκρούς που κράτησα στα χέρια.
Να σηκωθώ απ’ τα βάθη μου θεριό για να ρωτήσω:
Ξένοι! Α, ξένοι! Οπλίσατε του Αγαρηνού τ’ ασκέρια;.
.
Ανάγκη μου το 'χω να πω, καθώς στα βύθια κάτου
μωρά, νεκρά ελληνόπουλα κοιμίζω κάθε βράδυ.
Μοιρολογώ λυπητερά Σμυρναίικα του θανάτου,
κι ως τα σκεπάζω, τα φιλώ με παρηγόριας χάδι.
.
Παρακαλώ σας! φέξτε μου να ξεπλυθώ απ’ το αίμα
της πικραμένης της γενιάς της αδικοχαμένης.
Να μη χαρώ ποτέ ξανά της ομορφιάς το γέμα.
Ίδια η ψυχή μου ελλήνισας μάνας χαροκαμένης.
.
Φέρτε μου σκούρα σάβανα και φέρτε μου τα μύρα
και φορεσιά μου, φέρετε της άβυσσος, το μαύρο.
Εγώ είμαι! Η κυρα – θάλασσα, η μαυροντυμένη χήρα.
Την περηφάνια που ‘χασα διψώ πάλι για να ‘βρω.
.
…….………………………….
.
Μαρία! Ελένη! Παιδί μου, Τάσο!!
Δημήτρη! Ρουμπίνη! Αντώνη! Λεϊλά!!
Αχ η έρμη, κουράστηκα και πώς να σας φτάσω.
Παιδιά μου, πού πάτε; ( Κανείς δε μιλά…)
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
.
Κόρακες
.
.
Άτιμε κόρακα, που χτες αφαίμαξες το βιος μου,
που μ’ άρπαξες και δεν θα δω να υψώνεται σα πέρα
το καλαμπόκι το παχύ το καταπράσινό μου,
το καλαμπόκι που 'θελα να θρέψω τα παιδιά μου.
.
Απόκαμα μωρέ σκυφτή σπυρί – σπυρί στον κάμπο
να βάζω της στα σωθικά, να βάζω της στα σπλάχνα,
κι ήρθες ‘σύ κακορίζικο τον κόπο μου ν’ αρπάξεις,
να κλέψεις την προικοσπορά, που ‘χα γι’ αλλού ταμένη.
.
Ανάθεμά σε, κόρακα, που σκιάχτρο δεν φοβάσαι,
παρά μονάχα σκέφτεσαι τ’ αχόρταγό σου στόμα,
δίχως να νιώσεις μια στιγμή τον πόνο το δικό μου,
δίχως ποτέ σου να σκεφτείς, μην πέσω κι αποθάνω.
.
Τι σου 'κανα, μαύρο πουλί και θέλησες το βιος μου
και τ’ αμπελιού και μου 'φαγες την καρπερή πατάτα·
σαν την ακρίδα κι έφερες και του σογιού τους κλέφτες
τ’ αρπακτικά, τα βάρβαρα τα στίφη των φονιάδων…
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου