Με μιαν ανάσα βρέθηκα να κολυμπώ
σε ξεχασμένην υποβρύχια πολιτεία,
μες τη σιωπή μαρμαίρει φως πρασινωπό,
στο παρελθόν γλιστρώ αργά, στην ουτοπία.
Τα ψάρια κι οι ανεμώνες κατοικούν
στη χώρα αυτή τών άγνωστων Ατλάντων,
αντί Σειρήνες, οι αιώνες με καλούν
και τρεμοπαίζουν οι σκιές των αγαλμάτων.
Με ελαφρότατες κινήσεις των χεριών,
πλανάρω πάνω από δρόμους και πλατείες,
στ’ άδυτα μπαίνω αρχαιότατων ναών,
αργά διασχίζοντας τις κιονοστοιχίες.
Πέτρα αν σηκώσω, απαλά θα βυθιστώ,
μόλις αγγίζοντας την άμμο θα βαδίζω,
το δαχτυλίδι αν ακουμπήσω στο βυθό,
θα υψωθώ, ξανά στον ήλιο θα γυρίσω.
Κλείνω τα μάτια στην πλανεύτραν ομορφιά,
γυρίζω τώρα στον ορυμαγδό του κόσμου,
ήτανε όνειρο, παγίδα και γητειά,
μα είσαι συ αληθινή εδώ, εμπρός μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου