Το παραμύθι της πανσελήνου... Χρύσα Θυμιοπούλου.

Έλα και άγγιξε το κορμί μου.
Τι όμορφη η πανδαισία της πανσελήνου. Ξέρεις πόσα ποιήματα έγραψα απόψε κοιτώντας την φλόγα του φεγγαριού, τι σε ρωτάω και σένα, μήπως σε νοιάζει...
Μη συλλογίζεσαι που γέρασα, η πανσέληνος απομυθοποιεί τον χρόνο και έτσι θα δώσει πνοή στα λησμονημένα νιάτα μου.
Το ξέρω πως ίσως με περνάς για τρελή.
Έλα και άγγιξε το κορμί μου...
Όταν κάθομαι μόνη μου τις νύχτες και χρυσοκεντώ το ξέβρασμα των αναμνήσεων, οι σκιές στοιχειώνουν την κάμαρι και τα έπιπλα μετουσιώνονται σε δακρύβρεχτες μαριονέτες που ψάχνουν απεγνωσμένα σαν καβαλιέροι την ντάμα τους, ιχνηλατώντας τα βήματα του χορού και εγώ αρχίζω να χορεύω με πασπαλισμένη άχνη πάνω στα ξέπλεκα μαλλιά μου από την κλεψύδρα του χρόνου, ένα αργεντίνικο τάνγκο. Σαν κουράζομαι, όχι επειδή έχω γεράσει, πενθώ τον έρωτα που ξεθώριασε μαζί με τον χρόνο και το κλεμμένο φεγγάρι ενός ξεχασμένου Αυγούστου.
Το ξέρω ότι δεν πρόκειται να με καταλάβεις, μόνο σε παρακαλώ έλα και άγγιξε το κορμί μου...
Έχω ανάγκη τον ιδρώτα του οργασμού να θωπεύσει τα ζαρωμένα στήθη μου και να νιώσω την υγρή παλίρροια σφίγγοντας μέσα μου φρεσκοπλυμένα λινά σεντόνια, μυρίζοντας έρωτα.
Έλα και άγγιξε το κορμί μου...
Κι ύστερα πάμε μια βόλτα, όχι πολύ μακριά, να εδώ λίγο πιο πάνω σε μια πλακόστρωτη γειτονιά. Κάθε βράδυ γύρω στις 10 ακούς το τάλαντο της καμπάνας και προσεύχεσαι να αργήσει ο ήλιος να σου κάνει συντροφιά, αφού η νύχτα σε έχει ξελογιάσει ασελγόντας στις κυψέλες της σκέψης σου με φεγγαρόλουστους περιπάτους στα καλντερίμια της αμμουδιάς. Λίγο πιο πέρα από την εκκλησιά είναι η κυρά Μυρσίνη, μια γεροξεκουτιασμένη ράφτρα, που ολοένα και μπαλώνει τις ζωές των άλλων, και σαν περπατούν στα λιθόστρωτα στενά ερωτευμένα ζευγαράκια, αρχίζει το γαζί και το κόψε, ράψε, σαν δεν έχει προκάμει να μάθει μην είναι παντρεμένοι ή παράνομοι στον γάμο διαβάτες..
Το ξέρω ότι δεν με ποθείς, το νιώθω, επειδή είμαι γριά.
Σσσ... σώπασε, μην πεις λέξη, δεν θέλω να ακούσω τίποτα.
Αποκοιμιέμαι σαν φέρνω στον νου μου, λησμονημένες εποχές γεμάτες αγάπη και πόθο κάτω από το φως μιας μισοσπασμένης λάμπας, που καθρεφτίζεται σε μια λίμνη ενός μισοφαγωμένου πεζοδρομίου, καθώς κείτονται μέσα της οι ιριδίζουσες αχτίδες της πανσελήνου.
Σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου, να μέχρι εκεί λίγο πιο πέρα στην άκρη της θάλασσας, δεν θα σε κουράσω, θα βγάλω τα χαλασμένα παπούτσια μου για να μην κάνουν θόρυβο πάνω στα βότσαλα της ακτής και θα πλέξω τα μαλλιά μου κοτσίδα, για να μην ακούς το θρόισμα τους, σαν φυσάει το αγέρι του γιασεμιού.
Σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου... Αυτό το σπίτι το σκέπασε ο κουρνιαχτός του πόνου, ολοένα ξεφυλλίζω το άλμπουμ της ζωής μου και πάντα καταλήγω στο να μετρώ τα κομμάτια μιας τσακισμένης αγάπης, που ναυάγησε σαν σαπιοκάραβο στα χρόνια της εφηβείας. Τα κλείνω στη χούφτα μου και με αυτά ξεπλένω το πρόσωπό μου, για να σβήσω από πάνω του, τον απόηχο της κραυγής.
Σε παρακαλώ έλα και άγγιξε το κορμί μου να νιώσω ξανά εκείνη την ντροπαλή αμαρτία της ηδονής, που λαχταρούσε το κεχριμπαρένιο φιλί του έρωτα, μέσα από την κάλπικη συνεύρεση δυο αγνώστων...
Κοίτα πόσο ψηλά ανέβηκε το φεγγάρι, φωταγωγίζει ολάκερη πόλη. Σαν αφουγκραστείς τους τοίχους αυτού του σπιτιού, ακούς τις κόρνες των αυτοκινήτων και σαν πέσεις να κοιμηθείς, νιώθεις τον παλμό των ανθρώπων, καθώς λικνίζουν τα κορμιά τους σ' ένα βιεννέζικο βαλς, πίνοντας το ποτό τους σε μια κουβανέζικη μπουάτ.
Όχι μην αποστρέφεις την κεφαλή σου, δεν θέλω να σε κουράζω, θαρρώ πως σου αρέσουν οι ιστορίες μιας μεσόκοπης γυναίκας ή μήπως όχι;
Κι όμως εγώ θα μείνω εδώ κάτω από τη σκιά του σεληνόφωτος και θα μετρώ μέσα στην χούφτα μου τα φιλιά που θα μου έδινες, τα χάδια σου που θα ριγούσαν τους ρυτιδιασμένους ώμους μου, τον έρωτα που θα μου έκανες μέχρι την χαραυγή και οι ανάσες μας θα ανέβαιναν ως θυμίαμα στο φωτεινό μονοπάτι των αστεριών, οι μόνοι αυτόπτες μάρτυρες μιας φειδωλής συνουσίας μέσα στην οπτασία του μυαλού μου.
52,65,70, γιατί με κοιτάς έτσι, σου φαίνεται περίεργο; Χμ! Κι όμως από μικρή όταν θέλω να ξεχάσω και να ξεβάψω την θλίψη από τα μάτια μου, κοιτούσα μέσα στα χέρια μου και μετρούσα τον καημό, πετώντας τον σαν κόκκου άμμου στο τσιμέντο της αλήθειας, βαδίζοντας παράλληλα το πεζοδρόμιο της ζωής..
Είναι πολύ οδυνηρό να νιώθεις ότι ποτέ δεν ανήκες σε κανέναν και η φθορά της απουσίας να κεντά με στραβοβελονιά το κατακάθι της μοναξιάς.
Περπατώντας στο σταυροδρόμι των άμοιρων ενοχών, μην ξεχνάς ποτέ ποιος είσαι και τι είσαι...
Τούτο το λικέρ μεθάει όλες τις σκέψεις μου και ενθρονίζεται στο καβαλέτο των αισθήσεων, με ασπρόμαυρο φόντο, δυο κέρινα κορμιά, κάνοντας αισθητή την παρουσία του στο πορτρέτο της σιωπής.
Σαν φύγεις πάρε και 'μένα μαζί σου...
Το ξέρω πως μιλάω μόνη μου, συ δεν μου δίνεις καθόλου σημασία, μα δεν με νοιάζει διόλου. Και μόνο που μια καρδιά εκπνέει ζωή, την στιγμή που εξομολογούμαι τα μύχια της ψυχής μου, εγώ ξαναγεννιέμαι.
Μην πεις καληνύχτα...
Τι ανόητη που είμαι, συγχώρεσε μου αυτή μου την παράλειψη.
Να σε κεράσω ένα λικέρ ή μια μαυροδάφνη καλύτερα, που εξυψώνει την αδρεναλίνη των παλμών και φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, ίσως έτσι με καταλάβεις και θελήσεις να αγγίξεις τα στήθη μου και τότε θα νιώσεις πως υπάρχεις και εγώ θα εξαϋλώνομαι μέσα στο παραμύθι της πανσελήνου...
Κάποτε έγραφα μικρά, μικρά ποιηματάκια και μετά τα σκορπούσα στο πνεύμα του σεληνόφωτος και 'κείνο γινόταν ένα σκονισμένο βιβλίο, που καθόταν αμείλιτο στο τελευταίο ράφι μιας μισοφαγωμένης από τον σκόρο βιβλιοθήκης.
Αν φιλήσεις τα ζαρωμένα χείλη μου, θα γευθείς τα ανάγλυφα γράμματα της τέχνης, γεμάτα με καλλιγραφικούς τόνους που σημάδεψαν την ζωή μου.
Ξέρεις τι έχω νοσταλγήσει, να περπατάω ξυπόλητη μέσα σε μια λακκουβίτσα με βρόχινο νερό, όπως έκανα κάθε φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια σαν ήμουν παιδί, μιας κι ο στοιχειωμένος Αύγουστος άφηνε την τελευταία του πνοή στα χέρια μιας ξέπνοης αγάπης, μεθυσμένη και εκείνη από ξεφτισμένους καυγάδες.
Έλα και άγγιξε το κορμί μου...
Κοίτα τα κόκκινα γοβάκια μου πως έχουν λερώσει από ασβεστωμένες μοναξιές και τώρα, τώρα πρέπει να αρχίσω να μετρώ μία, μία τις τρύπιες πενταροδεκάρες για να πάρω δύο ζευγάρια μάλλινες κάλτσες, κάτι είναι κι αυτό. Μα δεν είναι αυτό που με λυπεί, η λύπη μου είναι η καρδιά που δεν λέει να ζεσταθεί, η παγωνιά του χρόνου ρίζωσε για τα καλά μέσα μου.
Ένα να θυμάσαι, πως ποτέ δεν πρέπει τον εαυτό σου να τον κλείσεις στη φυλακή του νου, προσπέρνα τα κελιά του φόβου και χαμογέλα σε κάθε σου στιγμή.
Το ξέρω πως ο έρωτας θέλει δυο για να φωλιάσει κάτω από την κουπαστή του ονείρου, το ξέρω το έζησα..
Σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου...
Τούτο το σπίτι το ρήμαξε η τρέλα της οργής μου και στέκεται όρθιο μόνο και μόνο για να μου θυμίζει πως το ξεχαρβαλωμένο παρκέ άντεξε τον πόνο μου, ποτίζοντας το με την υγρασία των δακρύων μου.
Οι σοβάδες των αναμνήσεων πέφτουν πάνω στον ξύλινο καναπέ και αποκοιμιούνται κι αυτές μαζί με μένα.
Ίσως να μουρμουρίζεις μέσα σου, γιατί δεν παντρεύτηκα κι όμως το πλήρωμα του χρόνου δαφνοστεφανόνεται μιας και κρεμάει τον θάνατο στο φως του πολυελαίου...
Υπήρχαν φορές που καθόμουν έξω στην αυλή σ' ένα μαρμάρινο ανάκλιντρο κρατώντας τη σιωπή μου πριν εκείνη αρχίζει να ουρλιάζει για το ταξίδι που δεν έκανε ποτέ, σαν έβλεπε να ξεμακραίνει το πλοίο της γραμμής με φάρους σκοτεινούς...
Ήταν όμορφος, ψηλός, όχι και πολύ ψηλός, περίπου 1,75 και φορούσε πάντα ένα ψάθινο καπέλο και μια κίτρινη γραβάτα πάντα ξεσφιγμένη και αφηρημένη στο πέτο του σακακιού του.
Οι καθρέφτες αυτού του σπιτιού τρίζουν όπως τα ξερόκλαδα που πέφτουν από τα γερασμένα δέντρα και στο πέρασμά τους ακούς το θρόισμα τους, μέχρι να θαφτούν στην μάνα γη.
Σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου, να κατηφορίσουμε αυτό εδώ το μικρό στενό που βγάζει στην παλιά πλατεία και να καθίσουμε λίγο στα ξεχαρβαλωμένα παγκάκια από την υγρασία του χρόνου και τις απανωτές καταιγίδες του φθινοπώρου που ανακατεύουν τα μυστικά των κοριτσιών, όπως ανακατεύει με το κουταλάκι η κυρά Λέλα τον καφέ στην χόβολη, σαν περνάνε περαστικοί απ' το κατώφλι του καφενέ της.
15, 30, 47,50, συγνώμη αφαιρέθηκα για λίγο όπως πάντα, βλέπεις η συνήθεια των παιδικών χρόνων ριζώνει για τα καλά μέσα μας, πεθαίνει κι αυτή μαζί μας, σαν αφήνουμε την τελευταία μας πνοή στα χέρια της ειμαρμένης και η ιριδίζουσα μορφή του φεγγαρόφωτου αποκοιμιέται πάνω σε μια βασιλική πολυθρόνα που βυθίζεται το πνεύμα του νου. Και σαν κάθεσαι λίγο να ξαποστάσεις, τα στοιχειά του παρελθόντος ουρλιάζουν μέσα στο λυκόφως του σεληνόφωτος, ξεβράζοντας τα αποκαΐδια μιας μυστικής συνενοχής που ταξιδεύουν όλο και πιο μακριά στη σκιά του μέλλοντος και με μια τσακισμένη ψαρόβαρκα χωρίς κουπιά, μαζεύουν τα κομμάτια σου, που έχουν πέσει σαν λέπια πάνω στα βράχια της θάλασσας.
Έλα και άγγιξε το κορμί μου...
Θέλεις να σου ψήσω έναν καφέ με φουσκάλες στο καϊμάκι για να σου κάνει παρηγοριά στα ερωτικά ψιθυρίσματα του αναστεναγμού σου;
Με συγχωρείς, πως τον θέλεις, γλυκό, μέτριο ή πικρό σαν το δηλητήριο της ζωής. Μα αν αγγίξεις λίγο το κορμί μου, θα γευτείς το μέλι από τα φιλιά των χειλιών μου, μην κοιτάς που τα μάτια μου έχουνε ζαρώσει και τα μαλλιά μου αρχίζουνε να πέφτουν στο σκοροφαγωμένο πάτωμα σαν ασημένια φυλλαράκια της βροχής, ο έρωτας είναι ένας μενεξεδένιος ταξιδευτής μέσα στο πέρασμα του χρόνου και της στιγμής, ζήσε και μετά ας χαθεί στο παραμύθι του σεληνόφωτος...
Ξέρεις, δεν φοβάμαι το τρίξιμο της πόρτας, ούτε αυτό το χαμόσπιτο που η οροφή του είναι έτοιμη να καταπλακώσει τα πάντα με ένα πέρασμα του ανέμου, αυτό λίγο με νοιάζει, έχω πάψει πια να κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, για να μην ερεθίζω την φυλακή του χρόνου και μου φέρνει άσχημες θύμησες στο νου.
Θα κλείσω τα μάτια μου για λίγο και σιγά-σιγά με τα κρινοδάχτυλα των χεριών μου θα πλέξω γαλλικές κοτσίδες τα ξανθά μαλλιά μου, θα τα στολίσω με κοράλια και σμαραγδένια τριαντάφυλλα και έπειτα θα βάλω λίγο κοκκινάδι στα γερασμένα από την θλίψη της μοναξιάς ζυγωματικά μου.
Έλα και άγγιξε το κορμί μου...
Άκου πως ρέει η κραυγή μιας χαροκαμένης μάνας που έχασε το παιδί της πολλά χρόνια πριν κι όμως ο πόνος μέσα της παραμένει αδυσώπητος και η αδηφάγα παράνοια της ραγισμένης πληγής της, μαστίζει για πολλοστή φορά την σχέση της με τον σύντροφό της. Ο άντρας της μετά τον θάνατό του γιου τους, την παράτησε για μια μελαχρινή ψιλόλιγνη νεανίδα, όχι ότι εκείνη ήταν πιο όμορφη, απλά χάιδευε το κορμί του με ηδονή κι εκείνος έμενε άναυδος στο χρονικό του έρωτα τους.
Πάντα θαύμαζα τις γυναίκες που τύλιγαν σαν αράχνη στον ιστό του κορμιού τους, το θύμα που θα είχαν στο κρεβάτι τους...
Εγώ μια ζωή ήμουν ένα ξύλο απελέκητο, όπως τα αραχνιασμένα ξύλινα σκαλιά αυτού του σπιτιού, που έχει στοιχειώσει την ψυχή μου και τα έπιπλα έχουν πάνω τους τον κουρνιαχτό της λήθης, χορεύοντας μεταξύ τους πάντα, όταν το ρολόι δείχνει 12 τα μεσάνυχτα κι η σκιά του σεληνόφωτος ξεπηδάει μέσα από τις χοντροκομμένες κουρτίνες και πότε, πότε μου κρατούν συντροφιά για να μην χαθώ στον βούρκο της λαξευμένης μου μοίρας, γεμάτη στάχτη και δυσοσμία από θεατρίνους που παίζανε πόκα στα αποκαΐδια της ψυχής μου...
Σε παρακαλώ, πάρε με μαζί σου κι ας χωρίσουν οι δρόμοι μας πριν καν ανταμώσουν στο κουτούκι της ζωής.
Ίσως νομίζεις ότι κουράστηκα να σε πολιορκώ κι ότι παραιτούμαι από το κυνήγι του έρωτα, όχι κάθε άλλο, απλά θα κατέβω λίγα σκαλοπάτια παρακάτω προς την παλιά πόλη, μήπως βρω έναν νέο με γεροδεμένα μπράτσα, που σαν αγγίξει τα σμιλευμένα από τα χρόνια χείλη μου, η αλμύρα του έρωτά μας θα ξεβράσει την λιωμένη σαν το κερί αμαρτία...
Μη φοβάσαι, δεν είναι κανένας, τα πιάτα και τα ποτήρια τρίζουν, όπως τα παραθυρόφυλλα μέσα στις μεθυσμένες από την υγρασία πιατοθήκες.
Η αλήθεια είναι ότι η υπομονή μου δεν βαστάει κι άλλες άκαρπες προσπάθειες..
Θέλω λίγο να βυθιστώ σ' αυτήν την ξεφτισμένη πολυθρόνα και να μπλεχτούν οι αναμνήσεις μου με τα κρόσια που κρέμονται πίσω στην πλάτη της, για να ξεγελάσω την αλήτισσα ζωή και να της ψιθυρίσω πως όσο εισπνέω ηρωίνη από εκείνη, θα εκπνέω την απεξάρτηση των ονείρων μου σκορπίζοντας τα στην αιώρα μιας ανοιξιάτικης καντάδας, από όμορφους νεαρούς της γειτονιάς, που κάθε τόσο έρχονται στο πλατύσκαλο της εξώπορτας και μου ζητάνε να τους πουλήσω τον έρωτα μου, επειδή λένε ότι η γριά κότα έχει το ζουμί.
Βαρέθηκα κάθε φορά να τους εξηγώ ότι έρχονται σε λάθος σπιτικό κι ότι η γιαγιά μου έχει πεθάνει πολλά χρόνια πριν, τότε που η ψυχή της έφυγε στο μπλαβί ατέρμονο του ουρανού.
Μα θα μου πεις τότε γιατί χτυπάνε το δικό σου κουδούνι, ξέρεις εδώ δίπλα ήταν άλλο ένα σπίτι ίδιο με το δικό μου που έμενε η κυρά Ροζίτα, μια γυναίκα που έδινε μπυρ-μπαρά το νοθευμένο κορμί της, σαν σημαδεμένο τραπουλόχαρτο και της έτρεχαν τα σάλια σαν έπιανε στα χέρια της το φτωχό χαρτζιλίκι που της ακουμπάγανε, οι ναύτες κι οι καπετάνιοι όταν μπαρκάρανε στο λιμάνι. Ήτανε πολύ φιλοχρήματη, μα και πολύ καπάτσα, δεν ήταν λίγες οι φορές που πριν ανοίξει τα πόδια της, της υπογράφανε μια επιταγή που στο τέλος το ποσόν είχε τρία μηδενικά. Έβγαιναν στο ξέφωτο της πάνω γειτονιάς και μέσα στην παραζάλη τους από το κονιάκ ερχότανε να τους κάνει συντροφιά η κυρά Ροζίτα και βρωμοκοπούσε το κύμα του αγέρα από τα χνώτα τους. Πέντε χρόνια πριν, αυτό το σπίτι κατέρρευσε, μαζί του και το παρελθόν της, ναι αυτή ήταν η γιαγιά μου, η μητριά της μητέρας μου.
Σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου...
Αυτή η κάμαρι μου ξυπνάει ζωντανές και νεκρές σκέψεις και κάθε δειλινό κάθομαι και γράφω στίχους από μοιρολόγια πάνω στα ξεβαμμένα σεντόνια, για να ξεχνώ τα άσπρα μου μαλλιά, που κάνουνε κόρτε στο πρόσωπο των ματιών μου και σαν αντικρίζω τις βαθιές χαρακιές στις παρυφυές του χαμόγελου μου, σκοντάφτω πάνω στην σκιά που με ακουλουθεί πιστά όπως το σκυλί τον αφέντη του και στέκομαι ολάκερα μερόνυχτα όρθια στους τοίχους του σαλονιού ως τιμωρία που έχασα την αδυσώπητη μάχη με την κλεψύδρα του χρόνου, αλλά δεν έπαψα να καρτερώ σαν διψασμένη ύαινα τον έρωτα.
Έλα και άγγιξε το κορμί μου, τα μόνα χρήματα που έχω είναι σε εκείνη την κοραλί μπιζουτιέρα στο ράφι που είναι πίσω απ' τον καθρέφτη, μπορείς να τα πάρεις φεύγοντας. Όχι, όχι δεν εκπορνεύω το αβυσσαλέο πάθος μου για τον έρωτα, απλά τα χρήματα δεν φέρνουν την ευτυχία...
Σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου...
Δεν πρόκειται να σου κάνω ποτέ ανυπακοή, τι νόημα θα έχει άλλωστε να χάσω τα πάντα για τα δικά μου θέλω, σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου...
Όχι, μη φεύγεις, τα γόνατα μου δεν με βαστάνε πια, λύγισα όπως τα έπιπλα αυτού του σπιτιού που παίρνουν μια κλίση προς τα κάτω σαν τα φύλλα των αιωνόβιων πλατάνων, έτσι κι εγώ πέφτω ικετευτικά μπροστά στον διάδρομο που φωτίζει το χάραμα της μέρας για να σου πω, πως σαν γύρεψα τον Θεό στους σκοτεινούς φόβους μου, άρχισαν να γαληνεύουν μέσα μου οι νοερές μελωδίες των ονείρων, που τυλίγονται σαν τα φύκια της θάλασσας γύρω από τον πάλλευκο λαιμό μου.
Σκουριασμένες ιαχές, τα χρόνια που πέρασαν, προσπάθησα να διορθώσω τα πάντα εδώ μέσα, αλλά που να φτάσουν τα χρήματα, είναι ίσα-ίσα για διακόσια γραμμάρια ελληνικό καφέ, ο μόνος που μου κρατάει συντροφιά τα ανοιξιάτικα μεσημέρια, σαν αποκοιμιέμαι στον ξεχορταριασμένο κήπο της αυλής.
50, 100, 340, να ορίστε πάρτα, αυτά είναι όλα κι όλα, όχι πως δεν ήξερα τι είχα φυλαγμένα, απλά είναι μια κακιά συνήθεια να τα ξανά μετράω από την αρχή. Τέλος πάντων πες το όπως θέλεις, αλλά πάντα κοιτάω μέσα στις χούφτες των χεριών μου και τα μετρώ ένα, ένα, μόνο που η αγάπη δεν έχει ούτε μήκοι ούτε πλάτοι και έτσι μου έμειναν για φυλαχτό 72 χρόνων θύμησες.
Σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου...
Γιατί σου φαίνεται παράξενο που το ξεκούρδιστο πιάνο βγάζει ακόμη την σιωπή της μουσικής;
Δώρο του αρραβωνιαστικού μου όταν πρωτομπήκαμε μέσα σ' αυτήν την αχνοϋφαντη περιστερώνα, έτσι την έλεγε. Ήξερε τι έκανε, μιας και εγώ αιχμαλωτίστηκα μαζί του και κάθε σούρουπο για ώρες ατέλειωτες ταξίδευα πάνω στις μελωδίες του πιάνου, γράφοντας στίχους στα ασπρόμαυρα πλήκτρα του και εκείνος απουσίαζε σε πολυήμερα ταξίδια, έχοντας για βαλίτσα τα μεταξωτά κομπινεζόν μιας ανήλικης νέγρας που γνώρισε στα λιθόστρωτα της ξενιτιάς.
Έλα και άγγιξε το κορμί μου...
©Χρύσα Θυμιοπούλου
Λογοτέχνιδα & Ηθοποιός & Στιχουργός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου