- Κόπηκε η ανάσα μου! Πού πήγε ο αέρας;
- Κάποιοι τον εσπατάλησαν, τον πήραν ολόδικό τους!
- Θαρρείς πως, ακόμη κι αν δεν μπορώ μιλιά
να ξεστομίσω, αυτοί που' χουν το ασκί,
μπορούν να με κρατήσουν;
- Τι έβαλες μέσα εις τον νου και φώτισ' η ματιά σου;
- Αέρας φύσηξε βοριάς και άνοιξ' η φωνή μου!
- Εμένα δεν με άγγιξε... Προς ποια μεριά φυσάει;
- Μέσα μου γύρισ' ο καιρός και η ψυχή εταράχθει.
Σήκωσε αέρα δροσερό,
ανάσα που ποθούσα! Αχ, η ψυχή μου!
Φλόγισμα στον λογισμό μου βάνει
και η ματιά ξεθάρρεψε και βλέπει την πορεία!
- Μπορείς να δώσεις και σε με, λίγο από την πνοή σου;
- Γιατί ρωτάς εμένα άνθρωπε, το πώς ανάσες παίρνεις;
Όσες κι αν σου δώσω εγώ, τ' ασκιά σου
δεν γεμίζουν. Μόνο η ψυχή σου εμπορεί ανάσες
να γεννήσει! Κι αν φοβάσαι πως οι
Άρχοντες πάλι θα σου τις κλέψουν, σκέψου
πως οι τρανές ψυχές από το φως γεννιούνται.
Σκιάζονται τ' αφεντικά τέτοιες πνοές να βλέπουν!
- Πού πήρες τέτοια δύναμη με τέτοιους να τα βάζεις;
- Όσοι αέρα σπαταλούν και ολόδικο τον θέλουν,
ούτε ψυχή γνωρίζουνε ,ούτε αγάπη νιώθουν!
Εκείνοι τρέμουν μην τυχόν και χάσουν τα ασκιά τους!
Γιατί ποτέ δεν μπόρεσαν δικά τους
ν' αποκτήσουν! Αλλίμονο μη φοβηθώ σκιές ανθρώπων άδειων!
Γέννα ανάσες άνθρωπε, βαθιά απ' την ψυχή σου
και άνοιξε τα μάτια σου
Ξήντα Τριανταφυλλιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου