Έρχονται κάποιες μέρες που η πόλη με πνίγει.
Με κάνει να αλλάζω δρόμο και να βγαίνω έξω
από αυτήν την φυλακή, που είναι γεμάτη μπετόν σίδερα
και ανθρώπους που βαδίζουν βιαστικά, χωρίς να μπορείς
να δεις τα μάτια τους και να νιώσεις την ψυχή τους.
Σαν μια αόρατη δύναμη να τους κατευθύνει
και με κάποιο τρόπο να ορίζει την ζωή τους.
Κάπου κάπου ανεβαίνω στο πιο ψηλό μέρος της πόλης,
στο εκκλησάκι του Αι Γιώργη και αγναντεύω
τους δρόμους που περπάτησα.
Τα σπίτια είναι ψηλά και ο καιρός τα κάνει
να φαίνονται όλα ίδια, γκρίζα και μουντά, χωρίς ταυτότητα,
χωρίς προσωπικότητα, σαν να μην έχουν μέσα τους ζωή,
σαν από χρόνια να έχουνε πεθάνει.
Βλέπω σαν μύγες τα αυτοκίνητα να περνάνε,
βλέπω την σκόνη και την καταχνιά να σηκώνεται σαν
από ένα τηγάνι που το λάδι του έχει πυρώσει.
Βλέπω τα φθηνά ξενοδοχεία, και τα βρώμικα φαγάδικα
που πέρασα κάποια χρόνια από την ζωή μου,
κάνοντας απόδραση από μια πραγματικότητα
που θεωρούσα πως δεν μου ταίριαζε.
Σαν ένα άθλημα που με επιβεβαίωνε.
Να, πίσω απ αυτό το κτίριο είναι το ταβερνείο του Θωμά.
Ένα υπόγειο βρώμικο κουτούκι που το πρωί έφτιαχνε πατσά
και μέχρι το βράδυ είχε μπακαλιάρο για σπεσιαλιτέ.
Ο Θωμάς ένας εξηντάρης ασπρομάλλης κοιλαράς,
μεθυσμένος τις περισσότερες φορές, που φορούσε
μια άσπρη γαριασμένη μπλούζα και για όλα
είχε μια άποψη και μια δικαιολογία.
Στο τσιμεντένιο πάτωμα από την γλίτσα, ένιωθα
τα παπούτσια μου να κολλάνε κάτω,
"ρίχνω φάρμακο για απολύμανση" έλεγε ο Θωμάς,
ο μπακαλιάρος ήταν στοιβαγμένος σε μια
μπαλέτα και σκεπασμένος με μια βρώμικη κουρελού,
"είναι αλμυρός έλεγε ο Θωμάς δεν έχει ανάγκη",
και ο πατσάς μισοπλυμένος , "είναι πιο νόστιμος έτσι"
έλεγε και ξανάλεγε ο φίλος μου ο Θωμάς
Πιο δεξιά βλέπω τον μεγάλο δρόμο και τα πολιτιστικά κέντρα
με τις μεγάλες μαρκίζες, που όταν έμπαινα μέσα,
χανόμουν στην μαγεία των τραγουδιών,
που έβγαινε από τα μεγάλα κόκκινα χείλη της λαϊκής αηδούς.
Τι τέλεια που τα έλεγε, ήταν χάρμα οφθαλμών,
και αν το ντεκολτέ ήταν πιο βαθύ, τότε η μαγεία περίσσευε.
Δίπλα δεν λείπουν τα μικρά ξενοδοχεία ολιγόωρης διαμονής,
διανυκτερεύοντα σαν τα φαρμακεία
για την εξυπηρέτηση του κοινού.
Τα δωμάτια άσπρα, ψηλοτάβανα και σχετικά μεγάλα.
Η μυρωδιά της χλωρίνης μπερδευόταν με το αποσμητικό χώρου
και τα δυο μαζί με τους ιδρώτες των περιστασιακών εραστών.
Κοιτάζοντας ευθεία στον ορίζοντα βλέπω το απέραντο γαλάζιο,
την θάλασσα που τόσο πολύ αγάπησα.
Το σπίτι που γεννήθηκα δίπλα στο κύμα ήταν,
που τον χειμώνα χτυπούσε τον αυλόγυρο.
Οι πρώτες μου ανάσες ήταν από την Όστρια
τον Σιρόκο και τον Γαρμπή.
Που άλλοτε φυσούσαν απαλά και με νανούριζαν
και άλλοτε μανιασμένα και με τρόμαζαν.
Είμαι ακόμα εδώ, γυρίζω από την μια μεριά στην άλλη
σαν κάτι να ψάχνω, σαν κάτι να έχω αφήσει
σε τούτη εδώ την πόλη.
Κάτι που κάποτε με έκανε τόσο ευτυχισμένο,
ώστε να πιστεύω πως όλος ο κόσμος δικός μου είναι,
πως η νύχτα για μένα έχει φτιαχτεί.
Κάτι που όσο και να ψάξω ποτέ δεν θα το βρω.
Χάθηκε για πάντα και μου άφησε μόνον αναμνήσεις.
Τα νιάτα μου ήταν που με έκαναν να βλέπω το μαύρο άσπρο,
την νύχτα λαμπερή, την αθλιότητα για μεγαλοπρέπεια.
Ακόμα και τον πατσά του Θωμά, που τώρα με
την σκέψη και μόνον αηδιάζω, τότε νοστιμότατο τον έβρισκα.
Καμία εγκράτεια και κανένα μέτρο δεν στάθηκε εμπόδιο,
στο να ζήσω, όπως η ζωή μου τα 'φερνε
και χωρίς σκέψη να ακολουθώ τα βήματά μου.
Ένας αόρατος ράφτης έρχεται τώρα απρόσκλητος.
Μου ράβει το σαρκικό κουστούμι μου, όλο και πιο φαρδύ,
όλο και με πιο πολλά ελαττώματα.
Με τις μνήμες και τις εικόνες που έχω κρατήσει προσπαθώ
να μην τον λογαριάζω, να κάνω πως δεν καταλαβαίνω.
Άλλωστε πια, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει.
Δεν θα αφήσω να με τρομάξει η συνέχεια, όποια και αν είναι
αυτή, όπως και να έρθει. Θα είμαι εδώ όρθιος,
γι αυτούς που με αγαπούν και αυτούς που αγαπάω.
Και πάντα το ίδιο θα λέω με όλη την δύναμη της φωνής μου.
Γιάννης Χαραλαμπάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου