(Ο κενός χώρος γεμίζει με τις καρδιές των ανθρώπων.
Το βλέμμα τους, μακριά, εκεί που σμίγει η θάλασσα με
το στερέωμα, αποθέτει τα ζώπυρά τους στην αγκαλιά της.)
Ο κενός χώρος
-Πού είναι οι κοπελιές να χορέψουν; ρώτησε η θάλασσα.
Και ο φλοίσβος χάϊδευε τις ξεχασμένες αυλές του γιαλού.
-Πού είναι τα παιδιά να με αγναντέψουν;
ξαναρώτησε η θάλασσα.
Και τα θαλασσοπούλια έσυραν τα λόγια της στα ξέφωτα
και στα σπίτια με τις ηλιοκαμένες θύρες.
Δεν απήντησα. Αμίλητος θωρούσα την απεραντοσύνη της
θάλασσας και την άδεια πλατωσιά.
Θαρρούσα ότι δεν ήμουν μόνος. Άκουγα τις φυλλωσιές
σε ένα αγιόκλημα να παίζουν με τον αγέρα.
Εκεί, σε ένα ερημονήσι, καταμεσής του πελάγους.
Ναυτικοί φροντίζουν το αγιόκλημα. Δελφίνια το φιλάνε.
Γοργόνες του τραγουδούν για να γίνεται
κάθε μέρα πιο πυκνό, πιο σκιερό.
Και η θάλασσα γαλήνια, υπομονετική.
Κόρη είναι που υφαίνει στον αργαλειό τη ζωή
και στα φυλλοκάρδια της φυλάει κοχύλια.
Κόρη είναι που στέκει άγρυπνη και στέργει
Μακαρούνης Κωνσταντίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου