Μου μήνυσε ο θάνατος.
-Έλα, μου λέει, πάμε!
Μου άπλωσε το χέρι του,
στου "τέλους" το λημέρι του.
Και, όχι πως δεν έζησα.
Δεν είναι πως φοβάμαι.
Είναι που δεν προφταίνω
να δω το καλοκαίρι μου!
Το φως, να μεγαλώνει.
Να ανεβαίνει τ' αψηλού,
καρδιά και νου, ν' αλώνει!
Γλυκά, του χαμογέλασα,
σα ν' ερωτοτροπούσα
και με παράπονο, ρωτώ:
δεν είδες τα μαλλάκια μου;
Την Άνοιξη, φορούσα!
Τον ήλιο έψαχνα να πιω!
Θάλασσα, ν' αρμενίσω!
Ν' αλώσω όλα τα κάστρα!
Στου νου, τα ταξιδέματα,
'κει, που βυζαίνουν τ' άστρα!
Κι όλοι αυτοί που μ' αγαπούν;
Πώς τόσο να πονέσουν;
Μ' απάντησε χαϊδευτικά,
γλυκαίνοντας τη θλίψη:
-Υπόσχομαι, πως αν θα 'ρθείς,
σε όσους και σ' ό,τι αγαπάς,
η μνήμη σου κι η άνοιξη,
Βίλλυ Χρυσού 26 Μαΐου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου