Ο Ουρανός φλερτάριζε αιώνες με τη Γη μα 'κείνη
χαριεντιζόταν και τόπαιζε μουγκή.
Ήτανε πάντα ανέμελη, δίχως καμιά σκοτούρακι εκείνος
ταλανιζόταν, με το μυαλό θολούρα.
Έτρεχε σαν μικρό παιδί κι ας ήτανε παρθένα,δε γνώριζε
η άμοιρη, του έρωτα την τρέλα.
Ο Ουρανός την έβλεπε γυμνή να παιδιαρίζει,πότε με ζώα,
με πουλιά και κρίνους να μυρίζει.
Της έστελνε μηνύματα, με ήλιο, με φεγγάρι,μα κείνη
αδιάφορα δεν τούκανε τη χάρη.
Της άρεσε να κολυμπά, σε λίμνες και ποτάμιακι ως ήταν
θεόγυμνη, την πέρναγε για λάμια.
Γυμνή καθώς, ακιζόταν με όμορφες ασκήσεις,εκείνος
τις εκλάμβανε, ερωτικές προκλήσεις.
Είχε κορμί λαχταριστό, ψηλό και γυμνασμένο,μα
στα γαλάζια μάτια της, το βλέμμα 'ταν θλιμμένο.
Με ζέστη, την εδρόσιζε, με μια ψιλή βροχή, της χάιδευε
τα στήθια της, δίχως καμιά ντροπή.
Εκείνη ηδονιζόταν και τριβόταν με χάρη, νιώθοντας
την απόλαυση, σε όλα της τα κάλλη.
Τότε λοιπόν του σάλεψε, του άναψαν τα μέα και άστραψε
και βρόντηξε, και τρόμαξε η Γαία.
Κι όταν της φανερώθηκε, γυμνός, με τις ορμές του,
εκείνη αλαφιάστηκε και χάθηκ' από μπρος του.
Τότε πήρε απόφαση, να ρίξει ένα χιόνι, να τήνε πιάσει
τούρτουρο, ν' αρχίσει να κρυώνει.
Και σκέφτηκε να κατεβεί, σεμνά να της μιλήσει και με
τον ήλιο συντροφιά, το σώμα της ν' αγγίξει.
Η σκέψη του καλάρεσε, και ρίχνει μπόι χιόνι και τήνε
βρίσκει σε σπηλιά, με ζέστα, τη σιμώνει.
Την αγκαλιάζει τρυφερά, το σώμα της θερμαίνει
και κείνη που δεν ήθελε μπροστά της να τον βλέπει
από τη γλύκα του κορμιού, του μένει λιγωμένη...
Έμειναν χρόνια συντροφιά, στου κλιναριού τα κλώνια
κι απέκτησαν, θεούς παιδιά, δισέγγονα και αγκόνια.
Η Γαία και ο Ουρανός, γέννησαν τους Τιτάνες,
Κύκλωπες κι εκατόγχειρες πενηντακεφαλάδες.
Ο Ουρανός που εζήλευε, τους όμορφους Τιτάνες
τους έκλεισε στα έγκατα, για να μη βρει μπελάδες.
Ήτανε πολύ έξυπνοι και είχε τη φοβία, μη και τυχόν
παράωρα, του πάρουν τα πρωτεία.
Ο βασιλιάς βασάνιζε, εγγόνους και παιδιά του
κι εκλιπαρούσαν όλοι τους, να ΄ρθει στα συγκαλά του.
Κυρίαρχος του σύμπαντος, μ' όλους δεσποτικός,
γινόταν στα γεράματα, πολύ τυραννικός.
Μα κάποτε γεννήθηκε κι ο Κρόνος απ' τη Γαία,
που στο μυαλό τον έφερε, σαν εξουσία νέα.
Η Γαία τότε σκέφτηκε, το νέο γιο να κρύψει,
για να τον έχει συνεργό, στο θρόνο να καθίσει.
Η μάνα Γη ξεχώριζε, τον Κρόνο απ' τα παιδιά της,
που πάντα της τον έσφιγγε, μ' αγάπη στην ποδιά της.
Ήταν πανούργος, δυνατός, υπάκουος, σε όλα και τον
μυούσε μυστικά, να πάρει την κορόνα.
Έτσι περνούσε ο καιρός, με γλέντια και μεθύσια
κι ο Ουρανός κοιμότανε, με μούσες και κορίτσια.
Μα ένα βράδυ πούτανε, σ' απόλυτη κραιπάλη,
ο Κρόνος τον μαχαίρωσε στο κάτω το κεφάλι.
Έπειτα πήρε το θρονί, με γέλια και τραγούδια
κι η Γαία τού εγνώρισε, μια θεά, τη Ρέα.
Έτσι ο Κρόνος βασιλιάς, παντρεύτηκε τη Ρέα
που κείνη συμβουλευόταν πολύ συχνά τη Γαία.
Συχνά, πυκνά θυμότανε, παλιά μια προφητεία,
πως κάποιος απ' τους γόνους του, θάρθει στη βασιλεία.
Όμως σε κάθε γέννα της, έβλεπε τρις αλί της,
τον Κρόνο μπρος στα μάτια της να τρώει το παιδί της.
Τότε συναποφάσισαν, νύφη και πεθερά,
σε μια καινούργια γέννα, μέσ' στις φασκιές να βάλουνε
μικρό ένα λιθαράκι κι ο Κρόνος να το καταπιεί,
σαν νάταν αγοράκι...
Όταν λοιπόν γεννήθηκε ο Δίας κάποια μέρα,
η Ρέα τόδωσε κρυφά, στη μάνα της τη Γαία.
Εκείνη τότε τόστειλε ψηλά στον Ψηλορείτη,
σε μια σπηλιά που βρισκόταν στην όμορφη τη Δίκτη.
Οι νύμφες το γαλούχησαν με κέρας Αμαλθείας σύμβολο
γονιμότητας, μα και της αφθονίας.
Το γύμναζαν, το σπούδαζαν, μ' αναμονή κι ελπίδα
πως θα βρεθεί στον Όλυμπο και θάχει βασιλεία.
Έτσι όταν ανδρώθηκε, στάθηκε μπρος στον Κρόνο
και του αξίωσε με μιας, να φύγει από το θρόνο.
Κι απέ που τον διέταξε, να βγάλει τα παιδιά του,
αυτά που είχε καταπιεί και νάχει την υγειά του.
Έτσι εξέρασε για μιάς τους Άδη, Ποσειδώνα,
Δήμητρα και Εστία, και την πανέμορφη γυναίκα του την Ήρα.
Η Ήρα που μεγάλωσε στης Εύβοιας τα μέρη είχε πάντα
για συντροφιά, νύμφες του Δημοσάρη.
Με δύναμη του φαραγγιού, και την οργή της Όχης πανέμορφη,
κακίστρα, που στο θυμό της ξέσπαγε σε γόνο και σε φύτρα.
Γι' αυτό και σαν τη γνώρισε, η Ρέα με το Δία,
εκείνος ξετρελάθηκε, την έκανε συμβία.
Η Ήρα τούμεινε πιστή, μα πάντοτε ζηλιάρα,
τούκανε μαύρη τη ζωή, γιατ' ήτανε γκρινιάρα.
Στις απιστίες του θεού, κρατούσε πισινή και πάντοτε
ξεθύμαινε, στου Δία τη θνητή.
Ο Δίας που ξελόγιασε, για λίγο τη Λητώ, την έφερε
στα δύσκολα, γιατ' είχε τοκετό.
Η Ήρα που μυρίστηκε, του Δία τα τερτίπια, καυγάδισε
με τη Λητώ, για τα ερωτικά ξενύχτια.
Εκείνη εγκατέλειψε, κομμάτι δροσερό και πήγε της
και γέννησε σ' ένα νησί ξερό.
Στη Δήλο τ' άνυδρο νησί, που κατοικούσαν φίδια,
στην ώρα της εγέννησε, πανέμορφα λουλούδια.
Την Άρτεμη τη λιγερή, πούτανε κυνηγήτρα και το
λαμπρό Απόλλωνα, που σπάνιζε σαν φύτρα.
Φεγγοβολούσε σαν αστρί, σαν ήλιος σαν φεγγάρι,
με μάτια που λαμπίριζαν, όμοιο μαργαριτάρι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου