Έλα και την πνοή μου μοσκοβόλησε,
έλα και το κορμί μου πότισε μου,
έλα και την ψυχή μου νεκρανάστησε,
Καλέ μου !
Έλα και κάνε με ό,τι θες: γυναίκα σου,
ερωμένη σου, αρραβωνιαστικιά σου’
η δέσποινα η δουλεύτρα, είμαι στα πόδια σου,
δίκιά σου !
Κάθε φορά, ουρανέ, που θ’ αγναντέψω σε
ξάστερα, στης νυχτιάς μου το σκοτάδι,
όπου βρεθείς μου ανοίγεις τον Παράδεισο
στον Άδη.
Φυτρώνουνε τα χάδια από τα χέρια σου
σαν από το υγρό το χώμα η χλόη-
τ’ όνειρο που με ζει κι’ ο πόθος σου, άφταστε,
με τρώει.
Των παρθένων της γης, για να τη σβήσουνε
τη δίψα τη δική σου, ’Έρωτα γίγα,
τα κρυφά κάλλη τ’ άγγιχτα είναι ασήμαντα
και λίγα.
Τα μπράτσα σου τριχιές για τ’ αλυσόδεμα,
του κόσμου είν’ η χαρά το πρόσωπό σου,
και, για να ιδούν, τα μάτια μου έχουν ήλιο τους
το φως σου.
’Έλα σ’ εμέ σα Χάρος ή σαν ’Άγγελος,
με το δρεπάνι ή με το κρίνο, δράμε’
για θερισμό ή για βλάστηση είμαι ολόγυμνη,
Λίλη Ιακωβίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου