Με ρίγος θανάτου σέρνω το κάρο σε λεωφόρο κεντρική.
Φοβάμαι πολύ –ωιμέ- μην πέσω κάτω. Κοντεύω γιά
τον σταύλο να ξαποστάσω. Στον παραπέρα δρόμο.
Είμαι στο χώμα, κι άνθρωποι μ’έχουν κυκλώσει
–και με σφάζουν.
Τα μάτια μου ήταν ακόμη ανοιχτά γιά βοήθεια
τρέχει ο αμαξά και πόρτες ανοίγουνε και χύνονται έξω
οι γειτόνοι με μαχαίρια
κι απ’το κορμί μου κόβουν κρέας κι όλο βρίζουν
και με σχίζανε κομμάτια, κι ας με βλέπαν όλοι ν’ανασαίνω.
Κι όμως όλοι μ’αγαπούσανε πάντα
με φίλευαν ζάχαρη και με χαϊδεύαν
και μου έριχναν στην πλάτη μου ρούχο να φυλάγομαι
από τις μύγες. Πρώτα όλοι φίλοι και τώρα όλοι τους θηρία.
Ποιος τους είχε κάνει έτσι; Τι να είχαν πάθει κι αγριέψαν;
Κι ενώ ξεψυχώ βλέπω μόνο μαυρίλα και μια παγωνιά
να χτυπάει την γη. Πώς δεν το βλέπεις εσύ;
Κι έχουν παγώσει πιά οι ανθρώποι
το χέρι ζέστανέ τους• μα βιάσου δεν προφταίνεις.
(μετ. Παύλος Μάτεσις)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου