Μία κραυγή... Μαρια Νικολαου

Μία κραυγή όλη η ζωή.
Σιωπηλή.
Από εκείνες που δεν ακούγονται.
Που δεν θορυβουν.
Ουρλιάζουν μονάχα μέσα στ αυτιά.
Σπάνε τα τύμπανα.
Τρυπούν τον εγκέφαλο.
...Την ακουγα προσεκτικά.
Μου έλεγε πως έτρεμε που τον είχε δίπλα της.
Έβαζε το μικρό της χέρι στο στόμα του.
Τη λερωνε.
Βρωμουσε ο τόπος φθηνή ρετσίνα.
Τρόμαζε ακόμη και ν ανασανει.
Σσσστ... Σιωπή!
Θα σε δειρω, της έλεγε και γυαλιζαν τα κόκκινα μάτια του.
Πως να νικήσει ένα τέρας...
Την ακουγα και γω με απόγνωση.
Δε μπορούσα να βοηθήσω.
Τώρα πια... Ήταν αργά.
Ένα πρωί, βρήκε στην τσέπη του παντελονιού του 
ένα εσώρουχο της. Ήτανε ροζ μου είπε.
Από κεινα που φορούν τα μικρά κορίτσια με τα φρουφρου.
Έκαψε το χέρι της όταν το πέταξε με μανία 
στο μαρμάρινο νεροχυτη και του έβαλε φωτιά.
Ένα κομμάτι βαμβάκι και οινόπνευμα.
Ακόμη υπάρχει το σημάδι στον αριστερό της καρπό.
Μοιάζει μ αστέρι μικρό. Μικρό σαν εκείνη.
Τι λύπη... Πόση κατάντια πια... Πόσος φόβος...

Με παρακάλεσε να μην την μαρτυρησω.
Μα έτσι κι αλλιώς δεν ήμουν από εκείνες εγώ 
που μαρτυρούσαν μυστικά.
Δύσκολο να μεγαλωνεις μέσα σε οικογένεια βουτηγμένη 
σε τραγικά λάθη που μύριζαν από μακριά ξινιλα.
Και να φορτωνεσαι τύψεις.
Γι αυτό που δεν τολμησες.
Για όσα δεν είπες.
Για ο,τι πέρασε αφήνοντας στο διάβα του αναμμένο κάρβουνο.
Ένα άλλο πρωί την είχε πάρει μαζί του στη δουλειά.
Φορούσε ένα λευκό φορεματακι.
Μα ήταν τόσο βρώμικα εκει που το μουντζουρωσε.
Το μαύρισε.
Κρύφτηκε πίσω από μία πόρτα κι έκλαιγε που είχε λερωθεί.
Και κάτι σατανάδες κόκκινοι, κατακοκκινοι, έδειχναν τις πυρωμενες γλώσσες τους.
Δε θέλει να θυμάται.
Δεν ξέρω καν γιατί μου διηγείται όλα τούτα τώρα.
Τόσους αιώνες μετά.
Έπρεπε να χει χαστουκισει τότε τον υπαίτιο.
Το θύτη.
Γιατί μου το πε εμένα.
Δεν ήταν εκείνος ο ηθικός αυτουργός.
Άλλος ήταν.

Και μία φορά που πήγε να μιλήσει, έφαγε και χαστούκι.
Σκασε! της είπαν. Να μην το μάθει ή γειτονιά.
Ο κόσμος.
Εκείνος του φαίνεσθαι.
Αυτός που και σήμερα του φαίνεσθαι είναι.
Ωχου...
Κουραστηκα ν ακούω τέτοιες λερωμενες ιστορίες.
Έχω και γω να πω σε κάποιον τα δικά μου.
Όμως σε ποιον...
Ε! Εκεί! Μ ακούει κανείς;
Έχω και γω μία ιστορία.
Όπως εσύ, κι εσύ, κι ο άλλος.
Που θα την πω εγώ τώρα, που δεν υπάρχουν Άνθρωποι...

(Πίνακας - Κραυγή. Edvard Murnch)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου