Ο απολογισμός... Κυριάκος Κάππα

Δεν πρόλαβα ο δυστυχής, της αφρισμένης θάλασσας 
τα κάτασπρα τα κύματα, τα’ αγέρωχα να σεργιανήσω. 
Σε κακοτράχαλης πλαγιάς στρατί, μονάχος μου να δρασκελίσω, 
κι από κορφή ψηλού βουνού πηγή, κρύο νερό κι εγώ να πιώ.
Της μουσκεμένης γης από νερό πολύ που ‘γινε βροχή, 
δεν θέλησα το αιθέριο αυτό άρωμα το ξένο να μυρίσω. 
Σε ορεινό αμπέλι γέρικο να μπω, και ταπεινά να περπατήσω,
να ευχαριστήσω το τσαμπί, που σύντομα κρασί θε να γενεί.
Ξέχασα στο δισάκι μου, κάπου βαθειά και σίγουρα 
να βάλω, λίγη απ’ του λευκού του νάρκισσου 
την αγιασμένη ευωδιά, σαν γιατριά, ανάγκη της ψυχής 
να έχω, να μου μυρίζει μαγικά, και να ξεχνώ τον πόνο μου, 
τα βάσανα όλα έξω να μπορώ να βγάλω.
Αψήφιστα και το μοναχικό κελάιδισμα του σπίνου πήρα, 
τραγούδι δώρο του Θεού, δυο νότες του δεν κράτησα κοντά. 
Προσκέφαλό μου να τις έχω, όταν θα τριγυρνώ 
σε μέρη μακρινά, σαν γέρνω ν‘ αποκοιμηθώ, μονάχος μου 
πίσω από ξένη θύρα.
Εικόνα θλιβερή κι ανάμνηση μαζί μου κράτησα, 
σε τόπο όταν βρέθηκα τρομακτικό. 
Όπου κορμιά κείτονταν και ψάχναν τα κεφάλια τους, 
κι απάνω τους κάθονταν μαύρα πουλιά. 
Μ’ απελπισία ρωτάγανε γιατί τόση απανθρωπιά, 
ρωτάγανε οι άμοιροι κάποιον παπά. 
Και κείνος τους απάντησε βλογώντας με το θυμιατό, 
έτσι να γενεί ήταν θέλημα, για τον καλό Θεό. 
Σφιχτά στο χέρι μου δεν κράτησα, αφράτο χώμα εύφορο 
κοκκινωπό, για να θυμάμαι εκεί όπου άντρας έγινα, 
και φύτεψα κι εγώ μια μυγδαλιά. 
Τα’ ανθάκια της γαρδένιας δεν λογάριασα, που ανθίζουν 
μοναχά για μια νυχτιά, Κι ύστερα γοργά μαραίνονται, 
σκουπίδια γένονται άχρηστα μεσ’ της ζωής τον πηγαιμό.
Κομμάτι μάρμαρο όταν μου καμαν δώρο από τάφο αδειανό, 
δεν το αρνήθηκα, γιατί τους αδερφούς μου τους νεκρούς 
αιώνων τόσων, ποτέ μου δεν φοβήθηκα. 
Μάλιστα και πολύ λυπήθηκα, σαν διάβασα στην πλάκα 
γυναίκα που την λέγανε Μαριώ, ετών δέκα οκτώ, 
κι αναρωτήθηκα γιατί πάνω στης νιότης τον ανθό, 
λες να ‘τανε κορίτσι γελαστό όμορφο και ξανθό.
Τις εκκλησιές οίκους Θεού πάντοτε θα θυμάμαι, 
με τον ρυθμό τους που τον λεν, θαρρώ βασιλικό. 
Με τα χρυσά καντήλια τους, με χέρι σκαλιστά, 
τους ταπεινούς δούλους Θεού, με άμφια αστραφτερά. 
Με τέμπλα χρυσοποίκιλτα και χιλιοκεντητά, με τους ζητιάνους 
στην αυλή να στέκουν στην σειρά. Λιβάνια στου κέδρου 
το άρωμα, να καίνε στο ιερό, κι απ’ έξω κόσμος 
ν’ αλαλά, πάτερ εγώ πεινώ.
Η γέννηση θάνατος πως είναι, ποτέ μου δεν το τόλμησα 
να το φωνάξω να το πω. Μα ότι κι ο θάνατος χαρά πως φέρνει, 
δεν το αντέχουν να το ακούν δεν το ‘πα πουθενά. 
Να με πιστέψει ποιος θα άντεχε, πώς να ξεκουραστούν 
θέλουνε όλοι , μέσα στης γης την αγκαλιά. 
Αφού σε όλους πιότερα αρέσει, να καίγονται 
στην κόλαση του κόσμου εδώ.
Ούτε δυο στοίχους δεν θυμήθηκα ξεχωριστούς, 
από μακρόσυρτο ποίημα ιερό, να τους φυτέψω κάπου 
που μονάχα εγώ θα ξέρω, σε δώμα στην καρδιά κάπου βαθειά. 
Και να ριζώσουνε γερά, δένδρα να γίνουνε καρπούς 
να δώσουν, να ανέβουνε στον ουρανό ψηλά, Έμπνευση 
να γίνουν να ψηλώσουν, μαζί και μένα να σηκώσουν, 
εκεί που λένε θα ‘βρω τον Θεό.
Φίλο σαν τον ρώτησα πάντοτε θα θυμάμαι, δικιά μου 
αν το μπορεί χαρά, μαζί μου να χαρεί. Και μ’ άλλονε μου ‘πε 
που ‘χω εχθρό, αν θέλεις να την μοιραστείς, δεν το μπορώ 
τότε εγώ, μαζί σου να χαρώ. Ξέρω η χαρά ψιθύρισε, 
καλόν έχει σκοπό, μα για καμιά χαρά δεν γίνεται, 
αρχές να παραβώ. Γιατί με τίμησες να ‘σαι καλά, 
κι ευχή να ‘χεις καλή, μα στην χαρά σου σχώρα με 
εγώ δεν θα ‘μαι κει.
Την σκέπη του απήγανου μου είχε πει γέροντας σοφός, 
για συντροφιά μου να κρατώ, και της πανσέληνου το φώς 
το χρυσαφένιο, μαζί μου να βαστώ παντοτινά. 
Του σκύλου τα ουρλιαχτά, να μην με σκιάζουν στη νυχτιά 
όσο κι αν είναι δυνατά, ορμήνια άσχημη δεν το μπορούν 
να φέρουνε για μένα, γιατί με την Κασσάνδρα 
αγκαλιαστά, πλαγιάζω εγώ
Πολλά δεν έκαμα που θα ‘θελα να κάμω, και πράγματα 
έκανα πολλά που χαίρομαιι γι αυτά. Φίλων δεν γύρεψα 
ικέτης συντροφιά, ούτε ανθρώπων μεγαλόψυχων, 
τον λόγο τον καλό. Συγχώρηση δεν ζήτησα ποτέ 
κι από κανένα, κι άγιο ποτέ δεν έψαξα να ξομολογηθώ. 
Κριτής δικός μου έγινα κι άδικος δικαστής, και την ψυχή μου 
δίκασα, σε αιώνιο μαρασμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου