Φαρδιά ξύλινα στο χέρι σκαλιστά, παραθυρόφυλα κλειστά,
κακοβαμένα μόνα τους καιρό, απ’ τη νωτιά αρχίσαν
να ξεφτάνε. Και καμινάδες πέτρινες, που έχουν χρόνια
να μυρίσουνε καπνιά, την ρήμωση την άσπλαχνη,
με λύπη τώρα από ‘κει πάνω σεργιανάνε
Πελώριες πόρτες από καρυδιά φτιαγμένες, στέκουνε σφαλιστές,
που καθώς φαίνεται κανείς, δεν πρόκειται σιμά να τις ανοίξει.
Μασάλια και κουβέντες κρύβουν έσω τους, από άλλες εποχές,
Καιρούς παλιούς όπου κανείς δεν θέλησε,
μ’ αυτούς πάλι να σμίξει.
Στ’ όμορφο το καλντερίμι το στενό, άνθρωποι ποια
δεν περπατούνε, οι πέτρες του σχήμα και χρώμα
αλλάξανε, κι αυτές ‘που θέλουν σ’ οδηγούν.
Πουλιά δεν ακούς ποια πουθενά, σκοπούς γλυκούς
παντού να τραγουδούνε, μα ούτε και ψωμιού
φρεσκοψημένου οι ευωδιές, τα βήματα οδηγούν.
Στης ακροθαλασσιάς τα άβαθα, σκαρί στέκει μονάχο του
καιρό παρατημένο, δεν προσδοκά ούτε κι ελπίζει πουθενά,
πλάσμα αγαθό έλεος να του δώσει.
Το άγιο της καμπάνας τ’ άκουσμα, χρόνια τώρα πολλά
εδώ είναι ξεχασμένο,να τρέξουν οι πιστοί να ψάλουν ωσαννά,
κι αυτούς ο Κύριος να τους σώσει.
Ποιόνε τώρα μονάχος μου εδώ να βρω, για της ελπίδας
την χαρά να του μιλήσω, κι αυτός να μου απαντήσει
γελαστά, και να μου πει πως είναι όμορφη η ζωή.
Να μου φωνάξει πως με συγχωρεί για σφάλματα παλιά,
κι εγώ στο μέτωπο να τον φιλήσω,
Κι οι δυο μαζί να περπατήσουμε ύστερα, βουβά
να τραγουδήσουμε για τις ψυχές ωδή.
Εμένανε ποιος αγιασμένος τώρα άραγε, είναι αυτός
που εύσπλαχνα θα σώσει; Εγώ να ζήσω που δεν πρόλαβα,
τις μέρες και τα θαυμαστά τα χρόνια του Χριστού.
Ποιος θα φωνάξει να τους πει, ο αναμάρτητος πρώτος
το αγνό του χέρι να σηκώσει;
Κι όλοι μαζί με μιας τις πέτρες να πετάξουνε, σε εντολή του
μέγα εκείνου του σοφού.
Μου άρεσε πάντα αθόρυβα να ζω, δίχως εγώ να ορίζουν
οι άλλοι πως θα πράξω.Και δεν περηφανεύτηκα ποτέ
ούτε και στα κρυφά, γι μιαν αλήθεια που κατέχω μόνο εγώ.
Τι ‘ναι λίγο καλό τι πιότερα κακό, το νόημα αυτό μονάχος μου
θέλησα να ψάξω,και πως η γέννηση και θάνατο
μαζί της φέρνει, είχα για σκέψη πάντοτε και οδηγό.
Μ’ ας σταματήσω τώρα να μιλάω, να ετοιμαστώ
μεγάλο δρόμο έχω μπρος μου να διαβώ.
Να κάτσω και καλά να το σκεφτώ, που ‘ναι καλύτερα
να πορευτώ, να γαληνέψει η ψυχή μου.
Ψηλά στα ουράνια να βρεθώ, με τους αγγέλους
και τα χερουβείμ να ψάλουμε χειρουβικό,
η μεσ’ τον Άδη με τους κολασμένους αγκαλιά,
να κάνουμε μια νέα αρχή που θα ‘ναι και δική μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου