Μια στέρνα που ξεχείλισε... Κυριάκος Κάππα.

Καυτές όπως το λάδι το ζεματιστό πάνω στις σάρκες, που τις 
μαδά και μέχρι μέσα τους βαθειά σημάδι μένει στου καιρού την 
περασιά, όλες τις θύμησές μου τις παλιές τις πολυκαιρισμένες, 
μεσ’ του μυαλού τα κατακάθια μου κάπου βαστώ. 
Κι αυτές πια σάπιες και σκουληκιασμένες απ’ την αλμύρα που 
έφερε ο Νοτιάς, μαζί με στάλες βρωμισμένες ενός βούρκου, 
που είναι ότι απέμεινε από μια λίμνη που στερεύει και αργά 
πεθαίνει, όλες τις σκέψεις μου τις φαρμακώνουνε και 
κοροϊδεύοντας γελούν μαζί μου μ’ ευχαρίστηση. 
Κι εγώ ο δυστυχής δεν ξέρω τι να κάνω και τι ν‘ αποκριθώ 
σε τούτα τα χαμέτυπα σημάδια των καιρών.

Ψάχνω να βρω εκείνον τον ζωμό τον μέλανα, θαρρώ πως έτσι 
τον ελέγανε, των Σπαρτιατών, που τις ψυχές τους έκανε 
ατρόμητες και δεν δειλιάζανε, μπροστά σ’ αυτά που τους 
ανθρώπους όλους τους τρομάζουνε. Κι αφού συναντηθώ 
με τον Ενώχ που αναλήφθηκε στους ουρανούς και θάνατο δεν 
γνώρισε, να τον ρωτήσω αν με τον Άβελ ανταμώσανε και τον 
Σωκράτη, και αν θρηνούν ακόμη για την Αντιγόνη και τον 
Αίμονα, που εκείνος ο άκαρδος το βρωμερό σκυλί το 
λυσσασμένο ο Κρέοντας, τόσο σκληρά και άκαρδα τον 
τρόπο διάλεξε γι αυτούς πώς να πεθάνουνε.

Μολύβι ψάχνω για να γράψω επάνω σε χαρτί που ο χρόνος 
κίτρινο το έχει κάνει, κι η σκόνη τόση είναι επάνω του που 
με το δάχτυλο μπορείς να σχεδιάσεις. Μα δεν κινώ να 
γράψω αφού εγώ γράμματα δεν γνωρίζω που να ‘ναι ίδια 
μ’ αυτά που οι άνθρωποι μιλούν στις μέρες μας, και δεν μπορώ 
να ξέρω αν τα γραπτά θα καταλάβουνε τι θε να πούνε, η αν με 
χλεύη σε γούρνα με φωτιά θα τα πετάξουνε για να καούνε. 
Κι εγώ που μοναχά να τους ρωτήσω θέλω αν άνθισαν ποτέ μεσ’ 
την καρδιά τους, δυο λόγια απ’ τον επιτάφιο του Θουκυδίδη, 
που διάβασε ο Περικλής μπροστά σ’ εκείνες τις ανδρειωμένες 
τις ψυχές που αποχαιρέταγε, απάντηση ποτέ μου δεν θα πάρω.

Γιόμοσε μαύρα σύννεφα ο ουρανός απόψε πάλι, και θειάφι 
μύρισε η πλάση όλη. Αστράφτει και βρυχάται το θεριό λες και 
κάτι θέλει να μας πει. Ίσως κακό μαντάτο, σαν τον Μινώταυρο 
που καλωσόριζε τις θυγατέρες και τους γιους. 
Η μήπως και πάλι σφαίρες πυρωμένες να βρέξει ετοιμάζεται, 
όπως εκείνο τον παλιό καιρό στα Σόδομα, για να μας τιμωρήσει 
που αμαρτήσαμε πολύ. Α να κι ο στρατηγός ο Τίτος ο Ρωμαίος, 
προσηλωμένος να μετρά πόσους Εβραίους κάρφωσε και τώρα 
κρέμονται επάνω στους σταυρούς, αντικριστά με την 
Ιερουσαλήμ την άγια πόλη που τώρα καίγεται, 
και άλογα τα σπλάχνα της οργώνουνε.

Τι να σκεφτώ και τι να πω δεν ξέρω τέτοιες ώρες, που στο 
κεφάλι μου γυροβολάνε μαύρες αναμνήσεις, που δεν τις 
έφερε τα’ αγέρι του μεσημεριού, μα κάπου από το μέλλον 
και το παρελθών μου ξεπροβάλουνε. Κι ανάκατες με πράγματα 
που είπα, έκανα μα κι ονειρεύτηκα, μαζί με θέλω που δεν 
ζήτησα, χαρές που δεν τις γεύτηκα και σ’ αγαπώ που μοναχά 
μου τάξανε μα δεν μου τα ‘δειξαν ποτέ, σαν τον Προκρούστη 
έρχονται τώρα και μου λένε, πως ότι μέσα μου δεν μπόρεσα 
να το χωρέσω και δικό μου να το κάνω, πρέπει να το κόψουνε 
γιατί στα όρνεα θα το δώσουνε τροφή.

Μα εγώ τίποτε δεν φοβάμαι και κανέναν, γιατί μαζί μου 
έχω τον Θεό. Εκείνονε που μ’ έπλασε από αγάπη του πολύ, 
κι ύστερα μ’ έδιωξε απ’ το σπίτι του, γιατί στις διαταγές του 
δεν υπάκουσα. Αυτόν που μ’ έκανε ομοίωση δική του και 
εικόνα, μόνο που δεν θα μάθουμε ποτέ πόσο πολύ του 
μοιάζουμε, γιατί κανείς ποτέ δεν πρόκειται να τον θωρήσει. 
Άλλωστε και τον γιο του ίδιο με εμάς τον έκανε όταν τον 
έστειλε στην γη, και όχι ίδιο με εκείνον. Ας είναι όμως. 
Εγώ σαν τον Ιώβ θα λέω η ζωή πως είναι ωραία, 
και θα παλεύω από την κοπριά μέσα να βγω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου