Έριξε κάτι επάνω της.
Και βγήκε ευθύς στο δρόμο.
Μα οι ψιχάλες της βροχής.
Της χάιδεψαν τον ώμο.
Ρίγησε τότε το κορμί.
Κάνει στροφή και άκρη.
Μήπως εκείνος ήτανε.
Κάποιο δικό του δάκρυ.
Κανείς, στο δρόμο ερημιά.
Μα της βροχής οι στάλες.
Στιγμές της φέραν στο μυαλό.
Και στης καρδιάς τις σκάλες.
Στης θάλασσας την αγκαλιά.
Την είχε αγκαλιά του.
Και τη φιλούσαν τρυφερά.
Τα χείλη τα δικά του.
Ξάφνου η βροχή δυνάμωσε.
Κι εκείνη μες στο δρόμο.
Βρεγμένη ώς το κόκαλο.
Και με γερμένο ώμο.
Δεν ξεχωρίζει η βροχή.
Πάνω στο πρόσωπό της.
Δάκρυα, βροχή και όνειρα.
Στάζουν για τον καημό της.
Μα η όψη της σε ξεγελά.
Δεν κλαίγεται για κείνη.
Μα μόνο εκείνο που έζησε.
Η βροχή να μην ξεπλύνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου