Γύρω όλοι οι δρόμοι στολισμένοι.
Και οι πλατείες φωτεινές.
Στολίζουν όλοι με γιρλάντες.
Μπάλες μεγάλες και μικρές.
Παλιά στα σπίτια όλου του κόσμου.
Χτυπούσε μιά ζεστή καρδιά.
Άνοιγε η πόρτα και μοιράζαν.
Ζεστό φαΐ και μιά αγκαλιά
Δεν περιμέναν τα στολίδια.
Ούτε φωτάκια μαγικά.
Για να γιορτάσουν και να δώσουν.
Μία μπουκιά σ' όποιον πεινά.
Απόψε γύριζα στο σπίτι.
Είχε νυχτώσει για καλά.
Και ήταν όλα στολισμένα.
Πλατείες, δρόμοι και λοιπά.
Σε μιά στροφή, σε κάποιο δρόμο.
Είδα δύο μάτια σκηθρωπά.
Κάτω απ'το σκούφο που φορούσε.
Μου' μοιαζαν μελαγχολικά.
Είχε στρωμένο σε μιάν άκρη.
Σ' ένα χαρτόνι στη γωνιά.
Το πάπλωμα κι ετοιμαζόταν.
Να πάει για ύπνο νυστικιά.
Σκύβω και την κοιτώ στα μάτια.
Και τη ρωτώ κάπως σιγά. :
"Μήπως θα ήθελες να πάμε.
Κάτι να φάμε εδώ κοντά;"
Αφού μιλήσαμε για λίγο.
Είπαμε ονόματα μικρά.
Της έδωσα τα δυό μου χέρια.
Και φύγαμε σιγά σιγά.
Τί ρώτησα αν θέλει κάτι.
Να μείνει κάπου πιό ζεστά.
"Μα δεν δουλεύω εδώ και μήνες.
Δεν έχω τίποτα λεφτά".
Ύστερα μίλησα με φίλους.
Που είχαν κάπου μιά γωνιά.
Φάγαμε δύο τόστ στο δρόμο.
Και πήγαμε εκεί γοργά.
Έκανε μπάνιο, έβαλε ρούχα.
Άφησε κάτω τα μαλλιά.
Ήταν ένα μικρό κορίτσι.
Κι είχε δυό μάτια καστανά.
Κάτω απ'το σκούφο που φορούσε.
Κρύβονταν τα ξανθά μαλλιά.
"Γιατί το κάνεις ;"μου είπε τότε.
Με πήρε αμέσως αγκαλιά.
"Γιατί ότι έδωσα σε σένα.
Εγώ το πήρα στα διπλά."
Είναι η χαρά μου ώς τ' αστέρια.
Αφού σε είδα να γελάς.
Η προσφορά μου προς εσένα.
Είναι τα πλούτη της καρδιάς.
Μικρό το σπίτι που την πήγα.
Δίχως δεντράκι,φτωχικό.
Μα ένα άστρο έλαμπε έξω.
Όπως της φάτνης για το Χριστό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου