Ήταν φωτιά που έρεε σαν κρασί... Βάθη Σταματίνα.

Ήταν φωτιά που έρεε σαν κρασί, μια λευκό, μια ροζέ,
μια κόκκινο. Φλόγα αληθινή!
Έπεφτε και έκαιγε τα λογικά, έκανε εκρήξεις,
έσερνε καράβια και τα εξώκειλε σε μέρη με χάδια
και άσπιλα λάγνα φιλιά.
Ήταν περίεργη αυτή η αντίφαση πραγματικά...
Και το γέλιο έσταζε ζεστασιά μέχρι την καρδιά.
Το τζάκι είχε φουντώσει, τα ξύλα έτριζαν,
σπίθες και βλέμματα τρεμόπαιζαν, ψίθυροι έγνεφαν.
Έλεγαν με τον ρυθμό και την μυρωδιά από την στάχτη
και την φωτιά ότι το σώμα αποζητούσε και ζητιάνευε
να πιει κρασί, να φτάσει μέχρι τον βυθό,
να κλάψει σαν παιδί, να σβήσει την πυρκαγιά.
Θέριευε και αντάρευε, την αποζητούσε και το βλέμμα γλάρωνε.
Όχι από νύστα,αυτή είχε χαθεί
αλλά από πόθο που αχόρταγα χτυπούσε το κορμί.
Θέλει ψυχή αυτό το φιλί, θέλει καρδιά,
θέλει δύο ζωές να καίγονται στην αχόρταγη πυρά.
Και το κρασί έρεε, γινόταν ποτάμι θεριό
και οι σπίθες ξεσηκώνονταν, φίδια πλεχτά, το έριχναν στο χορό.
Ετριζε το ξύλο, χοροπήδαγε η καρδιά,
γλώσσες πύρινες σηκώνονταν όλο και πιο ψηλά.
Φιλί γλυκό, αγκαλιά.
Θεριό, θεριό ο έρωτας και εσύ χαμένος στο γέλιο,
στην δική της ματιά.
Αυτή η σάρκα μια αθώα, μια πονηρή,
έφτασες μέχρι τον πάτο το ποτήρι αλλά ήθελες και άλλο κρασί.
Σε ζάλιζε και σε έκαιγε μέχρι το πρωί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου