Πώς μπήκα σ' αυτόν τον κόσμο; Ποιος μ' έβαλε;
Ζω χρόνια τώρα σε μια σωρό κοπριά, γεμάτος ψείρες.
Κρύβομαι απ' τα άλλα σκυλιά, βλέπεις έχουμε πόλεμο,
ανάμεσα στα αδέσποτα και τους ανθρώπους
με τα λουριά στα χέρια.
Κάποιος μου κρύβει τον ήλιο επίτηδες.
Τα κτίρια είναι πολύ ψηλά, επίτηδες..
Αφήστε με να βγω!
Ψάχνω απεγνωσμένα τις νύχτες να βρω τον θεό,
να του πω το παράπονό μου.
Έστω έναν άνθρωπο με μπόλικη καρδιά να μ' ακούσει.
Μα κάθε που συναντώ κάποιον και του μιλώ,
το βάζει στα πόδια ή μου πετάει πέτρες.
Τα φώτα με τυφλώνουν, μ' αρρωσταίνουν
καθώς τρέχουν στους δρόμους. Χωροφύλακες είναι,
σέρνουν πίσω τους μεγάλα κλουβιά.
Κλείνω τα μάτια να μη με βρουν στο σκοτάδι.
Δε συμφωνώ με τον πόλεμο, αγάπη ζητώ.
Μα εκείνος που με έβαλε, μ' άφησε ορφανό
χωρίς να με δώσει σ' ένα από τούτα τα όμορφα σπίτια,
με τις χαρούμενες ουρές και τα κατεβασμένα αυτιά στις αυλές.
Δε ζηλεύω, χαίρομαι που υπάρχει θεός κι άνθρωπος για εκείνα.
Τον δικό μου ψάχνω χρόνια τώρα, μα κάποιος
μου έκρυψε το φεγγάρι, επίτηδες..
Από που ξεκινούν οι αναμνήσεις μου;
Θυμάμαι μια υγρή γλώσσα που έγλυφε την μουσούδα μου,
μια παγωμένη μύτη να μ' οσμίζεται και δυνατά δόντια
να με αρπάζουν απ' το λαιμό, χωρίς να πονώ.
Να περάσουμε την λεωφόρο, φτάνοντας εκεί που ζούνε
άνθρωποι σε σκηνές, με τις μεγάλες φωτιές στα βαρέλια
και την μυρωδιά του ωμού κρέατος στον αέρα.
Έπειτα θυμάμαι μια μεγάλη χούφτα που μ' έπιασε με ορμή
και έτρεχε, έτρεχε, αφήνοντας πίσω
την γλώσσα ματωμένη στην άσφαλτο.
Ξύπνησα σε μια βρώμικη γη, χωρίς στοργή.
Ψάχνω να την βρω χρόνια τώρα στον ίδιο δρόμο
αλλά και σε άλλους πιο μακρινούς. Μα μάταια...
Να ρωτήσω την χούφτα γιατί με άφησε σε αυτόν τον κόσμο;
Ποιος θεός την έβαλε να με σώσει;
Σήμερα είναι μια νύχτα χωρίς σκοτάδι.
Δε κλείνω τα μάτια μου.
Μήπως κ. χωροφύλακα έχετε μπόλικη καρδιά;
Μήπως είστε εσείς ο άνθρωπος ή ο θεός που χρόνια γυρεύω;
Και νόμιζα πως θα έβρεχαν τα μάτια σας σήμερα τόσο δα ήλιο,
να τελειώσει ο πόλεμος..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου