"Ίσκιοι στο φως"... Άρτεμις Παπανδρέου.

Ξάφνου τα μάτια της ένιωσε πως θα χυθούν έξω από τις κόγχες τους και ο τρόμος άφησε έντονο το αποτύπωμά του στο χλωμό πια πρόσωπό της. Τα χείλη πάνιασαν. Μόλις που ακούστηκαν να ψελλίζουν:
" Είναι έξω! Ο Ανδρέας είναι εδώ. Σας ακολούθησε. Συμφορά μας! Τώρα;"
Έβαλε δύναμη, να πατήσει σταθερά, να σηκώσει το κορμί της. Τον είδε που είχε ήδη ξεκινήσει να προχωρά βιαστικά προς το μέρος τους, ευτυχώς, από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Σκυθρωπός, απειλητικός. Το σώμα του μιλούσε. Είχε φωνή. Κραύγαζε τον θυμό, την εκδίκηση. Ο ίδιος, μια παραφωνία στο χαρούμενο περιβάλλον των Χριστουγέννων. Ένα τελώνιο μέσα στην αγιοσύνη των ημερών!
Την έσφιξαν στα χέρια τους. Έγιναν η ασπίδα στο δόρυ του μίσους του. Θέλησαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, να διεκδικήσουν τη μάνα τους. Η Μελίνα δεν μπορούσε ν' ανασάνει. Οι χτύποι της καρδιάς της τής έκοβαν την ανάσα. Ξέφυγε μέσα από τα χέρια τους.
"Όχι, όχι, εσείς μείνετε έξω από αυτό! Αφορά μόνο εκείνον κι εμένα" πρόλαβε να ψελλίσει στα χαμένα και χύθηκε μέσα από τα χέρια τους στην έξοδο.
Έτρεξε πίσω της ο μεγάλος της γιος, μα εκείνη με τα χέρια τον απώθησε. Μόνο τα χείλη του πρόλαβε να διαβάσει που της ψέλλισαν: "Φύγε, φύγε μάνα! Θα σε προστατέψουμε εμείς. Φύγε. Είμαστε σύμμαχοι."
Τον κοίταξε στα μάτια και του ένευσε "ναι". Μα δεν είχε χρόνο. Τα δευτερόλεπτα σήμαιναν συναγερμό στον πονεμένο της νου. Δεν είχε την πολυτέλεια να του πει το οτιδήποτε. Δεν προλάβαινε. Ο χρόνος είχε μηδενίσει. Ένα λεωφορείο πέρασε από μπροστά της και λίγα μέτρα πιο πέρα σταμάτησε, κάνοντας στάση. Η Μελίνα μέσα στην παραφροσύνη του φόβου της κινήθηκε τρέχοντας παράλληλα με κείνο, αναμείχθηκε με το μπουλούκι των ανθρώπων και λίγα μέτρα πιο κάτω έστριψε στον επόμενο δρόμο. Ο όγκος του λεωφορείου έκρυβε τις κινήσεις της. Έτρεχε με όση δύναμη βαστούσαν τα πόδια της κοιτάζοντας πότε πότε πίσω τρελαμένη από φόβο. Θα ήταν κουτό να τρέχει σε ευθεία, έτσι άλλαζε δρόμους στρίβοντας διαρκώς έως ότου στο τέλος χάθηκε.
Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν, σε ποια γειτονιά, σε ποια συνοικία. Μια τρελή ήταν που έτρεχε δίχως αναπνοή στους γεμάτους από κόσμο δρόμους. Τα μάτια της είχαν κρυσταλλώσει από το πούσι της χειμωνιάτικης νύχτας. Το πρόσωπό της το ένιωθε σαν κάρβουνα αναμμένα που της τσουρούφλιζαν την επιδερμίδα. Έτρεχε ιδρωμένη από την αγωνία, ενώ γύρω της κινούνταν αργά χαρούμενα πρόσωπα, γονείς και μικρά παιδιά φορτωμένα δώρα και χαμόγελα. Τους προσπερνούσε, σχεδόν έπεφτε πάνω τους σαστισμένα, τους άφηνε πίσω της κι ακόμη συνέχιζε να τρέχει ξεψυχισμένα, με δύναμη που της έδινε μόνο ο τρόμος που ένιωθε στην ψυχή της.
Σε ελάχιστο διάστημα είχε διανύσει εκατοντάδες μέτρα, είχε απομακρυνθεί από το κέντρο, από την κίνηση, από τον στολισμό και τα φώτα. Η κίνηση των δρόμων γινόταν ολοένα και πιο λιγοστή και ο φωτισμός των στύλων χαμηλότερος. Κοιτάζοντας για μια ακόμη φορά πίσω με μάτια που με κόπο τα συγκρατούσαν μέσα τους οι κόγχες, διαπίστωνε πως βρισκόταν σε ασφαλές σημείο. Κανείς δεν την ακολουθούσε, κανείς δεν έτρεχε πίσω της. Λίγοι διαβάτες βάδιζαν στο απέναντι πεζοδρόμιο τυλιγμένοι στα παλτά τους. Η καρδιά της την πρόσταζε να κοπάσει λίγο τους ρυθμούς της. Άλλο δεν άντεχε. Οι σφυγμοί χτυπούσαν με μανία τα τοιχώματα των φλεβών κι έδιναν την εντύπωση πως θα διαρραγούν από την ένταση.
Τώρα η Μελίνα έπαψε να τρέχει. Στάθηκε για μια μόνο στιγμή, ίσα για να νιώσει πως κάτω από τα πόδια της υπήρχε γη κι όχι αέρας, στηρίχτηκε στο ίδιο της το κορμί και προσπαθώντας να πάρει διακεκομμένες ανάσες ξεκίνησε να βαδίζει αργά. Όλο της το σώμα παλλόταν στους ρυθμούς που είχε πρωτύτερα ορίσει. Χρειαζόταν λίγη ώρα να περάσει για να επανέλθουν οι σφυγμοί και τα πνευμόνια της στα φυσιολογικά τους όρια. Είχε πέσει ήδη η νύχτα από ώρα και στο σκοτάδι είχε χάσει την αίσθηση του προσανατολισμού της. Χαμένη έμοιαζε στην πόλη. Χαμένη και στους ίσκιους που την ακολουθούσαν και της σκοτείνιαζαν το μυαλό.

(απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο Ίσκιοι στο φως σελ 84 - 87)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου