σιγολαλιάν ακούστηκε
αγνόησε ό,τι σε τάραξε
κοίτα ψηλά
ο ήλιος δεν απέκαμε
υπέρλαμπρος αστήρ
απλώνει τις αχτίνες του
την πλάση όμορφα θερμαίνει
χορεύουν τ'άνθη του αγρού
σείονται τα ζουμπούλια
μπλέκονται οι λεμονανθοί
τα κρίνα και τα ρόδα
τραγούδια όμορφα σκορπούν
οι κοπελιές στην κρήνη
κουβέρτες μάλλινες ξεπλένουν
γυναίκες στο ποτάμι
το παληκάρι κουρασμένο
ξαπόστασε στην πέτρα
τα μάτια ύψωσε ψηλά
για να ξεχάσει
ήρθε το φέγγος τ'ουρανού
της χρυσαυγής καμάρι
τα βλέφαρά του χάιδεψε
άγγιξε την ψυχή του
κρυσταλλωμένα δάκρυα κυλήσανε
στο ρέμα εκεί
συνάντησαν μια κοπελιά
γυναίκα πλήρους κάλλους
θυγάτηρ του ηλιάτορα
Αχτίδα το όνομα αυτής
αμέτρητες οι αδερφές της
το παληκάρι κουρασμένο
τα δάκρυά του παύει
αίμα ζεστό εκύλησε
στης νιότης του τις φλέβες
κι αναρωτήθη μέσα του
ποιός είναι ο σκοπός της
κι έκατσε δίπλα του
μ'ένα καλάθι μήλα
στα πόδια κύλησαν
το μαντολίνο σήμανε
σε κύκλο μυθικό
ενώθηκαν οι αύρες
η όψη μίλησε
το ίδιο και τα χείλη
τα μάτια κέντρισαν τον ουρανό
τα στήθη χάζευαν τη θάλασσα
η πλάτη κοίταζε το δάσος
το κόκκινο βελούδο στη στιγμή
τσαλάκωσε το άσπρο
κι ακούσθη πάλιν η φωνή
ψιθυριστά να λέει
αγνόησε ό,τι σε τάραξε
κοίτα ψηλά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου