Ήταν μια νύχτα που περπατούσα κοιμισμένος ανάμεσα στα ψηλά
χόρτα και τα λεπιδωτά μπράτσα των δέντρων. Πίσω απ’ τους
θάμνους χούγιαζε ο φόβος, σαν χιλιάδες σκυλιά που κλαίγαν
γοερά. Τα μάτια μου δεν άνοιγαν, σαν να ήταν ξυρισμένα τα
βλέφαρα κι έβγαζαν ένα πόνο δυνατό που πήγαιναν να
σηκωθούν προς τα ψηλά. Σκέφτηκα όνειρο θα είναι κακό
και που θα πάει θα ξυπνήσω…
Κρεμόταν απ’ την μασχάλη μου ένα πράγμα βαρύ που ’σερνε το
αριστερό μου χέρι. Τα γόνατά μου λυμένα και άλυτα μαζί, μια
έπαιρναν φόρα τα άλογα, μια χλιμίντριζαν λες κι έβλεπαν φωτιά.
Τουφεκιές άκουγα, που σκάγαν μέσα από νερά κι ένα τρένο σαν
να πέρασε δίπλα μου με άδεια σκοτεινά βαγόνια.
Πετάχτηκα μάλλον πάνω στον κορμό ενός δέντρου,
σπάσαν τα πλευρά μου κι έκλαιγα δυστυχισμένος.
«Πού είσαι μάνα μου!», φώναζα, «μ’ άφηκες μονάχο λες
και σε πόλεμο θεριών που τα μάτια μου αν δουν θα προδώσω
το έθνος τους..». Τι ήταν να το σκεφτώ, δεκάδες χέρια λες
από νεκρούς με τραβούσαν απ’ τα μαλλιά, τα σαγόνια, τα
μπράτσα και τις πατούσες! Με τσιμπούσαν στο κρέας με τιμωρία,
να μια, για να μάθεις τον φόβο κι άλλη μια την απελπισιά !
Σύρθηκα σαν φύγανε στο λασπωμένο χώμα που όλο με βούλιαζε
και φοβόμουν μην είναι ο βούρκος μπροστά μου και χαθώ.
Μα απ’ εκείνη την μεριά σαν να ξημέρωνε μια καμπάνα το φως,
άκουγα ακόμη και το σχοινί της να το τραβά ένα νιαουρητό.
Βρόγχος του Χάροντα μου έμοιασε μα και μωρού ανασαιμιά
Κι είχα δίκαιο που διάλεξα τούτη την λασπουριά, ξάφνου ποτάμι
δυνατό με πήρε κι άρχισα να τρέχω στους παφλασμούς του.
Πιάστηκα απ’ έναν κορμό πληγωμένο, που χε πάνω του δεμένο
σαν γάζα ένα πανί. Βούτηξα το κεφάλι μου στα νερά, μήπως και
ανοίξουν τα μάτια μου. Μέσα στις χάντρες μπήχτηκαν σαν άστρα
πόνοι, πόνοι αβάσταχτοι.. Θαρρείς και τσιρτσίριζε μουχλιασμένο
φυτίλι σε ένα θεοσκότεινο δάσος, αποκαμωμένο πια από
προσευχές. Κοίταξα ψηλά στον θεό και του 'πα να με ξυπνήσει,
θαρρώ γινόταν πόλεμος στο χωριό μου κι εμένα να μ’ αφήσει
λιποτάχτη δεν θα άντεχα.
«Κρατς κρουτς», σαν να ξεκλείδωναν μανταλωμένα
πορτοπαράθυρα και βρέθηκα σ’ ένα πράσινο λιβάδι.
Κει, είδα ένα όμορφο γέροντα, με γαλανά μάτια που κρατούσε
ένα σταυρό στις πλάτες του μα έδειχνε ευτυχισμένος…
Με κοίταξε όλο αγάπη και μου έτεινε το χέρι του να κοιτάξω
κάτω απ’ τον ψηλό αυτό λόφο. Είδα τότε την πατρίδα μου,
σαν κύβος φωτεινός να σηκώνεται ψηλά στα ουράνια
με γαλανές σημαίες στα κατάρτια.
«Η Ελλάδα θα ’ναι η κιβωτός της ζωής», μου είπε και χάθηκε
μέσα στα φύλλα των δέντρων που καίγονταν απ’ τον πόλεμο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου