Τα φώτα της πόλης λιποτάκτες του σκοταδιού
άφηναν ουρές κυανού καπνού,
τυλιγμένες στα ασημένια πλατανόφυλλα,
να τινάζουν την κρουσταλλένια νύστα
απ' τα μάτια των κοινών γυναικών.
Τα τρένα σφύριζαν αδιάφορα,
φορτωμένα στρατιώτες,
πίσω τους ακολουθούσε ο θάνατος κατάμαυρος
απ΄ τις βλαστήμιες των παιδιών,
κι η κουκουβάγια μοναχική κι αυτάρκης,
με μάτια ορθάνοιχτα,
σαν κάλπικα νομίσματα,
χωρίς την υποψία της προδοσίας.
Ένας ουρανός κατάφωτος,
με ακατανόητες φωταψίες,
αδιάφορος...τα μουστάκια του να στρίβει,
Ο ποιητής με την χλαίνη κατάσαρκα φορεμένη,
έκρυβε τις αλυσίδες,
ζυμώνει τις θύμισες του μέσ΄ το αναφιλητό του,
χαράζοντας στίχους ερωτικούς στις μαύρες πέτρες,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου