Πεφταστερού... Σταθης Σιωμος.

Μικρό παιδί θυμάμαι όταν ήθελα να κρυφτώ κάπου,
όταν δυσκόλευαν τα πράγματα γύρω μου, όταν ήθελα να κλάψω χωρίς να με δούνε, όταν κοκκίνιζα από ντροπή, όταν ήθελα κάπου να κρύψω τα όνειρα μου, όταν κοίταγα μαγεμένος τα αστέρια , όταν κυνηγούσα τη σκιά μου γελώντας,
όταν μάζευα στρογγυλές πέτρες και χάραζα κοριτσίστικα ονόματα, όταν έβρεχε ,όταν κρύωνα , όταν φοβόμουνα τους μεγάλους (αν και όλα αυτά για κάποιο ανεξήγητο λόγο με συνοδεύουν όλα τα χρόνια ) είχα φτιάξει μια φανταστική μαγική πολιτεία, εκεί σεργιάνιζα ατέλειωτες ώρες, της είχα δώσει και όνομα ¨Πεφταστερού ¨. Ήταν στην άκρη της γειτονιάς ,εκεί που τέλειωνε ο χωματόδρομος,ένας χαμηλός χωμάτινος λόφος πίσω από τα δένδρα και τα τελευταία σπίτια. Τις πρώτες στιγμές μετά το ηλιοβασίλεμα καθώς το τελευταίο φως της ημέρας καλωσόριζε το πρώτο αστέρι της νύχτας ανέβαινα στο μικρό λόφο ,άνοιγα τα χέρια μου ,έστρεφα το βλέμμα μου ψηλά στο μαύρο τ’ ουρανού και χανόμουνα στην ασημένια απεραντοσύνη.
Εκεί μάζευα τα αστέρια που έπεφταν από τον ουρανό, τα έκρυβα στο χώμα μαζί με τα όνειρα όλων των κοριτσιών και αγοριών, ολων των παιδιών. Και κάθε άνοιξη ο λόφος πρασίνιζε ,γέμιζε πουλιά και πεταλούδες τα αστέρια και τα όνειρα ανθίζανε, πολύχρωμα λουλούδια στέκανε ολόρθα με τα ευωδιαστά λιγνά κορμάκια τους. Μυρωδιές γέμιζε ο αέρας και απλώνονταν μέχρι πέρα μακριά σε άλλες γειτονιές. Οι μέρες όλες μοιάζανε με πρωτομαγιές κι εγώ ένα τρελό παιδί να γελάει με τις σκιές της νύχτας ,να χορεύει με τα χρώματα και τις ευωδιές κι ένα κρυμμένο φόβο για το μικρό μου λόφο.
Πέρασαν τα χρόνια ,οι γειτονιές μεγάλωσαν , η πολιτεία απλώνονταν μέχρι εκεί που έφθανε το βλέμμα.
Ώσπου κάποια ημέρα ο λόφος χάθηκε και στη θέση του πια μια ψηλή πολυκατοικία με πολλά διαμερίσματα και υπόγεια.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε ,η ζωή με πήγε αλλού ,όλα άλλαζαν με ταχύτητα, τα χρόνια έτρεχαν αφηνιασμένα άλογα , οι μνήμες ξεθώριαζαν. Κάποια νύχτα μετα από πολλά πολλά χρόνια ο δρόμος με έφερε ως εδώ.
Ήταν μια παγωμένη νύχτα του χειμώνα , χιόνιζε .
Η πόλη είχε μεγαλώσει , κτίρια ψηλά παντού γύρω .
Πρωτοχρονιά. Οι δρόμοι άδειοι , παντού ερημιά.
Κάθισα απέναντι από την πολυκατοικία μέχρι που έσβησε
και το τελευταίο φως από τα σπίτια των ανθρώπων.
Δεν ήξερα γιατί αλλά κάτι περίμενα , η ψυχή μου ανταριασμένη , ορθάνοιχτη. Μια γλυκιά ζέστη με είχε αγκαλιάσει , το βλέμμα μου φωτεινό , αλλοπαρμένο. Κι εκεί μέσα στην απόλυτη σιωπή και το σκοτάδι της νύχτας ξαφνικά ο δρόμος πλημμύρισε μυρωδιές ,πολύχρωμες πεταλούδες πέταγαν στον αέρα ,
μια παράξενη γλυκιά μουσική απλώθηκε στο δρόμο , εικόνες άρχισαν να αιωρούνται ψηλά στον ουρανό κι ένα απόκοσμο ζεστό φως έφεγγε από τα υπόγεια της πολυκατοικίας.
Τα αστέρια και τα όνειρα των παιδιών ήταν όλα εκεί λαμπερά και ανεκπλήρωτα. Η ¨Πεφταστερού¨ ζωντανή , εκτυφλωτική , στοργική ήταν εκεί ακόμη !!!
Για όσους δεν ξέχασαν.
Για όσους ζούσε το παιδί μέσα τους.
Για όσους δεν ξεγέλασε ο χρόνος.
Σταθης Σιωμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου