Θάλασσα... Ιωάννα Αθανασιάδου.

Κόρη μακρινή, κόρη γαλανή,
κύματα τα μαλλιά σου,
πετράδια ο ήλιος πάνω σου,
στράτες οι δρόμοι του φεγγαριού.
Το χάδι σου, ακοίμητο,
απιθώνει λόγια από κόσμους μακρινούς,
γλυκαίνει τον ύπνο με τον ρυθμό του,
παίρνει τους καημούς με τον ανασασμό του.
Κι οι βάρκες σου στη σειρά να θυμίζουν τη γαλήνη…
Η καλοσύνη σου ξορκίζει τα κακά πνεύματα.
Όταν όμως η μοναξιά τους γίνεται αβάσταχτη,
με βήματα που χάσκουν σπάζουν στα βράχια.
Παίρνουν τότε άπονα τις σκιές των ανθρώπων
που τρεμοπαίζουν στα κύματά σου, τις κάνουν
κομμάτια και τις σκορπίζουν στους ανέμους.
Απλώνουν τότε οι άνθρωποι τα χέρια με αγωνία…
Κάποια μυστικά όμως τους έχουν πάρει μαζί τους,
κάποια αόρατα θυμιατά θυμιατίζουν
τους απέραντους κι απάτητους δρόμους τους.
Θάλασσα πλατιά, ο δρόμος των κυμάτων σου
ρυθμικός, αέναος, επίμονος.
Η καρδιά των ωκεανών χτυπά την ώρα της αντάρας,
όταν άγριο το πρόσωπο του Θεού σπάζει στις στεριές
κι αφρισμένα κύματα απειλούν τον ρυθμό του κόσμου.
Το τραγούδι των ψυχών ακούγεται σαν θρήνος.
Μόνες κι έρημες τριγυρνούν στους ωκεανούς,
κυνηγώντας, τρελές, το πρόσωπο
που τους πήραν τα κύματα.
Αλλά αυτό είναι άπιαστο
κι οι άνεμοι δεν ξορκίζονται…
Και παίρνουν οι άνθρωποι τις στράτες,
μοιάζουν της θάλασσας,
με την αναζήτηση μαχαίρι στην καρδιά.
«Θάλασσα πλατιά, σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις…»,
τραγουδούν όσοι στέκονται σ’ ακρογιαλιές και λιμάνια.
Όσοι ξέρουν ότι ο δρόμος ο μοναχικός των κυμάτων,
είναι ο δρόμος τους και με μάτια θλιμμένα
αναζητούν τις ψηφίδες του προσώπου τους
στα ταξίδια των καραβιών και στον λυγμό της ερημιάς.
«Θάλασσα, που πήρες μαζί σου τόσα μυστικά,
συντρόφευε τον εαυτό που ψάχνουμε χρόνια τώρα.
Που πήρε τις στράτες και μας εγκατέλειψε,
έγινε αντάρτης και θαλασσοπόρος,
για να θυμίζει τ’ όνειρο που κρύβουμε μέσα μας.
Αυτόν που μας κάνει να σεβόμαστε το σήμερα,
κι ο ψίθυρός του γεμίζει αγωνία την καρδιά μας».
« Θάλασσα πλατιά, σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις.
Είσαι αντάρα και βροχή, ήλιος και ειρήνη γαλανή »,
τραγουδούν από τις στεριές
σιλουέτες που τις λικνίζει ο άνεμος.
« Είσαι ο εαυτός μας ο απέραντος, ο βαθύς,
ο σύντροφος της γαλήνης
και συνοδοιπόρος της φουρτούνας.
Ο μύστης της μαγείας
και γαλανόλευκος σαν τον ορίζοντα.
Είσαι τα γλυκά όνειρα που απιθώσαμε στα χέρια σου,
μακριά από τη βεβήλωση της δύσκολης ζωής».
« Θάλασσα που κυβερνάς τον κόσμο,
κυβέρνα και τα σπλάχνα μας,
όταν ανήσυχα δεν μπορούν ν’ αναπαυθούν πουθενά.
Κυβέρνα και τα χέρια μας,
ν’ αδράχνουν τους κεραυνούς
και να θυμούνται τη δύναμή τους να πλάθουν τον κόσμο.
Κυβέρνα και τον νου μας,
να τιθασεύει τα μανιασμένα κύματα.
Κυβέρνα και τα κύματά σου,
να δίνουν δροσιά στη νοσταλγία».
Θάλασσα, με τα ωραία σου χρώματα
και τα μοναδικά σου αρώματα!
Μην ξεχνάς όσους περιμένουν.
Ρίξε, στάλες χρυσαφιές, τα δάκρυά σου,
τα γλαροπούλια στα κύματά σου.
Φέρε πίσω όσους έκλεψες άπονα την ώρα
της αντάρας σου.
Γίνε μάνα γλυκιά,
το σκληρό προσωπείο σού έφαγε το πρόσωπο.
Θάλασσα,
δώσε μιαν υπόσχεση,
όλοι περιμένουν…
Πλάτυνε τα μονοπάτια σου,
δρόσισε την ερημιά σου.
Δείξε την καλοσύνη σου
και θα γιατρέψεις τις ψυχές λυτρωτικά…
Κάνε την ελεημοσύνη σου
και θα σ’ έχουν όλοι παντοτινό λουλούδι στην καρδιά.
Ιωάννα Αθανασιάδου,
ποίημα απ' το βιβλίο ΨΙΘΥΡΟΙ ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ,
εκδόσεις Βεργίνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου