Όλοι θαρρώ γνωρίζετε την όμορφη την Κίρκη,
την κόρη την πεντάμορφη που μάγισσα την είπαν.
Εκείνη που στα δίχτυα της όλους τους άντρες πιάνει
και όποιον αντιστέκεται, γουρούνι τόνε κάνει.
Αυτή που λέτε το λοιπόν, ήτανε κακιασμένη,
του Ήλιου κόρη ,του Θεού ,την Πέρση είχε μητέρα.
Βασίλισσα την κάνανε,την κακομαθημένη,
δευτερεύουσα ήταν θεά , κόρη Ωκεανίδας.
Της δώσανε ένα νησί, νά'χει να διαφεντεύει,
Ααία μάλλον το 'λεγαν ή έτσι το θυμάμαι.
Σπούδασε για τα βότανα ,την μαγική τους δράση
γιατί καθώς τους έλεγε, φάρμακα θα τους φτιάξει.
Με τίποτα δεν ένιωθε να 'ναι ευχαριστημένη,
όλα δικά της τα 'θελε ,το μέγαρο την πνίγει.
Ολημερίς στον αργαλειό , υφαίνει τα προικιά της
αντάξια της νιότης της μα και της ομορφιάς της.
Τριγύρω της περπάταγαν διάφορα είδη ζώα,
χιλιάδες όμορφα πουλιά, ελάφια,και μαϊμούδες,
Αρκούδες ,γουρουνόπουλα,και άγρια λιοντάρια,
που όλοι ψιθυρίζανε πως ήταν παλικάρια.
Αφού όλους τους θάμπωνε και τρέχανε κοντά της,
κουνώντας την "ουρίτσα της",τα στήθη τα μεστά της,
Πρώτα τους γλένταγε καλά, τα νιάτα τους ρουφώντας,
κι ύστερα τους φαρμάκωνε ,τους άλλαζε γελώντας.
Μέναν οι άλλες στο νησί, έρημες δίχως άντρα,
αφού τους έκανε σκυλιά,για την δική της μάντρα.
Μα δεν ετόλμαγε καμιά κεφάλι να σηκώσει,
με φόβο ζούσανε τρανό,μην τις μεταμορφώσει.
Φτάνει μια μέρα στο νησί, καράβι τσακισμένο,
γιόμησε η αμμουδιά με άντρες πεινασμένους.
Ξερακιανοί με μούσκουλα, με σώμα κουρασμένο
απ'την οργή της θάλασσας,κι από θεούς διωγμένους.
Στης Κίρκης έφτασε τ'αυτιά, μαντάτο και φιρμάνι
κι έβαλε μπρος το σχέδιο και τα βοτάνια βράζει.
Στέλνει υπηρέτη της πιστό να πάει στο λιμάνι,
να τους καλέσει για φαί , ξεκούραση τους τάζει.
Σαν τα χαϊβάνια πιάστηκαν αμέσως στην παγίδα,
του Οδυσσέα οι σύντροφοι ,τους σέρνει από την μύτη.
Εκείνος ,αργοπόρησε, κυνήγαγε μια γίδα,
κι ένα χορτάρι έψαχνε,που βρόμαγε στην Κίρκη.
Τους τάισε,τους πότισε,τους έπλυνε τα ρούχα,
γυναίκες τους ανέλαβαν,τους έκαναν τα γούστα,
Κι όταν τους βαρέθηκε,τους έκανε γουρούνια,
στην λάσπη τους ξαπόστειλε,σε μια μεγάλη γούρνα.
Το μόνο που την ένοιαζε,ήταν ο Οδυσσέας
της έκανε τον δύσκολο και της αντιστεκόταν.
Αυτό την έκανε θεριό,σκύλιαζε και χτυπιόταν,
την χάρη της δεν άγγιζε, πια ,ούτε ο Μορφέας.
Ο Οδυσσέας , ήτανε κι αυτός,καλό κουμάσι
Τον πόλεμο σαν τελείωσε στην μακρινή την Τροία,
αντί στο σπίτι να φανεί,στην δόλια Πηνελόπη,
τον δρόμο τάχα έχασε ,δεν βρήκε την Ιθάκη.
Έπεισε τους συντρόφους του,για μια αντροπαρέα,
πού θα γυρνάνε στα νησιά να κάνουν ντόλτσε βίτα.
Με γκόμενες και με κρασί,να τα περνάν ωραία,
κι ύστερα να γυρίσουνε στης πεθεράς την βίτσα.
Όμως ,υπολογίζανε χωρίς τον ξενοδόχο,
γι'αυτό κακά τους ήβρανε πολλά και δυσκολίες.
Όσα καλά χαρήκανε,τα πλήρωναν με τόκο,
απλήρωτες δεν μένουνε ποτέ οι αμαρτίες.
Τρία παιδιά της έκανε της Κίρκης καθώς λένε
και πόσα άλλα τάχατες ,σε άλλες είχε σπείρει,
Δύσκολος άντρας και βαρύς,ήταν ο Οδυσσέας,
όμως τόνε κατάφερε κι αυτόν να τον διαφθείρει.
Μετά από χρόνια του' δωσε την άδεια να φύγει
καράβι του έφτιαξε γοργό,του έφτιαξε και χάρτες.
Του γέμισε τ' αμπάρια του δώρα , φρέσκο κυνήγι,
και τους παλιούς συντρόφους του ξανά έκανε άντρες.
Κινήσανε οι άσωτοι να πάνε στην πατρίδα
δικαιολογίες σκέφτονταν να πούνε στους δικούς τους
Πως τάχα ,θαλάσσια θεριά τους στήσανε παγίδα,
Κτενά Ρούλα... (ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου