Σε μιάς κληματσίδας το σκαρφάλωμα,
καρφίτσωσα έναν στίχο και τον άφησα.
Είθελα το ύψος του τοίχου να περάσει,
απ'το αγέρι να πιαστεί και να πετάξει.
Και κάθε που το κλήμα έκλαιγε ,
δάκρυζε εντός
και την ψυχή μου έκαιγε.
Με ενός κόκκινου γαρύφαλλου το άρωμα,
ξύπνησε ζαλισμένο ένα όνειρο το χάραμα.
Και εκεί στο αντάμωμα του στίχου με τον τοίχο,
γελούσε το ραδιόφωνο κι ανέβαζε τον ήχο.
Και κάθε που το κλήμα δάκρυζε,
στάλαζε εντός
και την ψυχή μου αγκάλιαζε.
Ένα δεύτερο στιχάκι άφησα γραμμένο,
σε ένα ζουμπούλι που ήταν ανθισμένο.
Το διάβασε θαρρώ ένα μικρό σπουργίτι,
που σπόρους έψαχνε σκαλίζοντας τη μύτη.
Και κάθε που το κλήμα κλαίει,
δροσιά εντός
ή, λάβα άσβεστη που ρέει.
Μια παπαρούνα άλικη τον στίχο μου κοιτάζει,
κι η μέλισσα
το άνθος ρουφάει και κομπάζει.
Αν τρίτο στίχο γράψω που νόημα να βγάζει,
ίσως να γίνει ποίημα που κάποιος το διαβάζει.
Κτενά Ρούλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου