Παλιά ρούχα φοράω.Βάρη κουβαλάω.Βάρη και βαλίτσες. Βαριές βαλίτσες,που έχουν μέσα παλιά άχρηστα πράγματα για πέταμα.Και άπλυτα έχουν.Άνοιξα τις βαλίτσες μου μία-μία. Άνοιξα να τις δω.
Ανοίγω την πρώτη,ρούχα λερωμένα.Βρώμικα ρούχα γεμάτα λάσπες.Το ένα μπλουζάκι μάλιστα είχε ζωγραφισμένη και μία κόκκινη καρδιά.Από κόκκινη η καρδιά που ήταν,είχε γίνει τώρα μαύρη από την βρώμα.Το άλλο μπλουζάκι είχε ζωγραφισμένα κάτι χείλη.Κάτι κόκκινα χείλη που χαμογελούσαν.Τώρα πια και αυτά βρωμούσαν.Ένα άλλο μπλουζάκι είχε ζωγραφισμένα δυό μάτια μεγάλα.Δύο μεγάλα μάτια δικά μου,λαμπερά.Όμως και αυτό ακόμα είχε γίνει μαύρο.Όλα μαύρα.Μαύρα ρούχα όπως αυτά που φοράμε τώρα.Βρώμικα ρούχα,λερωμένα.Άνω κάτω όλα.Ρούχα παλιά μαζί με καινούργια ανακατεμένα.Ρούχα που φόραγα παλιά.Όταν ήμουνα παιδί.Όμορφα ρούχα, παιδικά. Μου θύμισαν πολλά.Και συγκινήθηκα.
Είπα να ανοίξω και την δεύτερη βαλίτσα.Φωτογραφίες παλιές, κιτρινισμένες.Φωτογραφίες από τον χρόνο ξεθωριασμένες.Οι φωτογραφίες από όταν ήμουνα παιδί.Εγώ,η μαμά,ο μπαμπάς, ο αδερφός μου ο μικρός,η θεία η Βούλα,ο παππούς,η γιαγιά. Και οι συμμαθητές μου απ' το σχολείο,οι φίλοι και οι γνωστοί. Εκδρομές,γέλια,χαρές.Ωραία χρόνια,σαν νάταν χθες.Σε μια φωτογραφία μάλιστα από αυτές ήμουνα ντυμένος ναυτάκι,με τον αδερφό μου και την μάνα μου δίπλα μου στην βεράντα του σπιτιού μας.Ο πατέρας μου που την τραβούσε,έβαζε και την αγάπη του μάλλον μέσα σ' αυτή την φωτογραφία.Δεν εξηγείται αλλιώς πως έχει τόση αγάπη! Το αγιόκλημα και το γιασεμί από τις γλάστρες μας,μυρίσανε μέχρι εδώ.Σαν να βγήκε το άρωμα τους απ' τις παλιές φωτογραφίες του μπαλκονιού μας και μέσα από τον χρόνο νάρθανε οι μυρωδιές τους εδώ.Αναμνήσεις με τυλίξανε από εκεί,από αυτήν την Εποχή.Αναμνήσεις όμορφες, από μια άλλη εποχή.Που ήμουνα παιδί.Και όλα στα μάτια μου όμορφα φαινόντουσαν.Και μεγάλα.Και εγώ μικρός μπροστά τους.Και δάκρυσα.
Το όνειρο μου,-όπως και το όνειρο όλων των παιδιών-,είναι να γίνουμε μεγάλοι.Να γίνουμε μεγάλοι! Αχ και νάξερα! Δεν θα μεγάλωνα ποτέ.Θα έμενα εκεί.Θα βούταγα το κουτάλι μέσα στην μερέντα και θάτρωγα κρυφά μέχρι το πρωί.Η γλύκα δεν ήταν της μερέντας,αλλά του κρυφού.Του παράνομου.Η μάνα να φωνάζει όταν ανακαλύπτει πόσο μικραίνει η στάθμη της μερέντας και εμείς,-ο αδερφός μου και εγώ-,να τα φορτώνουμε ο ένας στον άλλον.Κανείς δεν τόκανε τελικά! Η μερέντα πρέπει να τέλειωσε μόνη της! Όπως και η γλύκα εκείνης της εποχής, της γλυκιάς σαν μερέντα.Της αξέχαστης,γλυκειάς αλλά και τόσο μακρινής.Και έκλαψα.
Ανοίγω την τρίτη βαλίτσα.Τι να δω? Λεφτά! Χρήματα,χρήματα πολλά.Τι να τα κάνω τώρα όλα αυτά? Τι να πάρω? Δεν μπορώ να αγοράσω μνήμες,αναμνήσεις που μυρίζουν γιασεμί.Ούτε χαρά μπορώ να αγοράσω.Δεν αγοράζεται η χαρά,το γέλιο,οι χαμένες οι στιγμές,οι φωνές οι παιδικές.Ούτε ο μπαμπάς και η μαμά.Δεν ξαναγυρνάνε πίσω.Δεν αγοράζονται αυτά,ούτε με όλα τα χρήματα του κόσμου.Σκέψεις σαν πουλιά.Πετάνε.Όπου θέλουν πάνε,δεν ρωτάνε.Γίνονται μνήμες και στην καρδιά μας ακουμπάνε.Γίνονται πολύτιμα πετράδια στην ψυχή.Εκεί που το δάκρυ γεννιέται και η το όνειρο ζει.Πάλι καλά,θα μπορούσε και αυτές ακόμα οι μνήμες να εκλείπουν,νάχουν χαθεί μαζί μ' αυτή την εποχή.Μαζί με τον εαυτό μας.Γιατί,αν δεν το καταλάβατε, τον εαυτό μας τον χάσαμε.Τον χάσαμε και αυτόν...
Αν μας δείχνανε όταν ήμασταν παιδιά πως θα γίνουμε,θα μας άρεσε? Θα μας άρεσε ο εαυτός μας? Θα ήμασταν περήφανοι για αυτό? Για αυτό που γίναμε? Για αυτό που είμαστε? Δεν ξέρω.Πάντως σίγουρα ξέρω ότι δεν θα τον αναγνωρίζαμε.Και δεν θα το πιστεύαμε ότι είμαστε εμείς.Τα πλούτη και η φτώχεια είναι στην καρδιά.Και εμείς γίναμε πολύ φτωχοί.Φτωχύναμε. Τότε οι τσέπες μας ήταν άδειες,αλλά οι καρδιές γεμάτες.Το ίδιο και οι ψυχές.Τώρα οι καρδιές είναι άδειες και οι τσέπες το ίδιο, άδειες και αυτές.Αλλά ποιός νοιάζεται για αυτό τώρα,ποιός νοιάζεται...
Τις αναμνήσεις μου ζωντανέψτε.Τις θύμησες που μυρίζουν Άνοιξη και γιασεμί.Τις κιτρινισμένες φωτογραφίες βγάλτε απ' το χαρτί και κάντε τες παρόν,δώστε τους Ζωή.Αυτό θέλω μόνο.Αυτό!
Τον πατέρα μου και την μάνα μου πίσω.Την θεία,τον παππού και την γιαγιά.Την όμορφη και φιλική μας γειτονιά,την γειτονιά των αγγέλων.Όπου όλα τότε ήταν αγνά,όλα ήταν αληθινά.Στις
αλάνες να ξεχυθώ και να παίξω μπάλα.Να πέφτω ξανά και να χτυπώ και εσύ να μου φυσάς το γόνατο για να μην πονώ.
Α! ρε μάνα,φύσα.Φύσα μάνα,πονώ.Φύσα να φύγει ο πόνος. Φύσα σου λέω,δεν μπορώ.Φύσα μπας και μικρύνω πάλι και ξαναγίνω παιδί και σε συναντήσω.Τα γλυκά σου μάγουλα τα αγαπημένα να φιλήσω.Φύσα να φύγει γρήγορα αυτή η εποχή. Πονάει μάνα,πονάει πολύ.Φύσα λίγο εσύ,μπας και φύγουν τα προβλήματα.Οι στενοχώριες,οι κακίες,οι μιζέριες,η θλίψη.Και αν δεν φύγουν,τουλάχιστον να μαλακώσουν.Να μην πονάει τόσο.Και δώσμου και ένα φιλί.Ένα φιλί γλυκό πριν φύγεις να γεμίσει γλύκα η ζωή μου,όπως γέμισαν οι αναμνήσεις μου. Όπως γέμισαν τα λόγια μου.
Έλα,δώσε μου ένα φιλί.Όχι στο γόνατο μάνα,δεν πονάει πια αυτό.Πέρασε.Στην καρδιά.Στην καρδιά φίλα με,εκεί που σας κρατώ.Εκεί πονάει.Κρυμμένους καλά σας έχω εδώ,στο μέρος της καρδιάς.Και σας φυλώ σαν φυλαχτό.Δεν ξεχνώ! Δεν ξεχνώ μάνα.Δεν σας ξεχνώ...
ΤΑΚΗΣ ΚΤΕΝΑΣ
Υ.Γ.: Αφού άνοιξα τις δικές μου βαλίτσες,ελάτε.Ανοίξτε και τις δικές σας τώρα.Δεν ξέρετε τι μπορεί να βρείτε εκεί μέσα.Ούτε που φαντάζεστε.Και αν δεν βρείτε τίποτα η τις πετάξατε,τότε πηγαίντε στα σκουπίδια.Ίσως εκεί να βρούμε ότι πετάξαμε.Ότι έχει αξία.Στα σκουπίδια! Ναι.Η χαμένη μας αξιοπρέπεια,η καλή μας καρδιά,η αγάπη μας,η πίστη,η ελπίδα.Όλα.Όλα ίσως στα σκουπίδια να βρίσκονται.Καλό Ταξίδι λοιπόν.Καλό Ταξίδι πίσω στον Χρόνο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου