Έχουμε στο μηνίγγι μια ραγισματιά
κ’ η ματιά μας προχωράει
από πουλί σε φύλλο σαπισμένο
σαν τεθλασμένη πυρετού:
Κανονικώς εκτελεσθέντες τρεις πεντακόσιοι τέσσερις
ξεσπιτωμένοι τόσοι
χωρίς μαχαιροπίρουνα
τόσοι με κατασχεμένα τα κορδόνια
τα ξουραφάκια
με κατασχεμένο το όνομά τους.
Είναι μια μικρή ραγισματιά
κ’ η ώρα δε μας παίρνει
να μας αγγίξει κάποτε σαν χάδι
ένα φτερό αυτοκινήτου.
Έτσι — μέσα στις πέτρες μέσα στα χαλάσματα
πάντα δίπλα στους καπνούς
έτσι — μέσα στον χειμώνα στα κουρέλια του ίσκιου μας
πάντα δίπλα στους πνιγμένους
έτσι — μες στη νύχτα που πριονίζει όλη νύχτα
τα ασημένια δέντρα
τον μολυβένιο ουρανό
το χάρτινο φεγγάρι
δίπλα στα ρινίσματα μιας ψιλής βροχής
έχουμε μια ραγισματιά.
Η ώρα δε μας παίρνει.
Στήνουμε αυτί να ακούσουμε τα νέα
και μας τα αρπάζουνε βαριά τραυματισμένα σε πρόχειρα φορεία.
Κάνουμε να μετρήσουμε τα αστέρια
και πέφτουν στα λιθόστρωτα σαν ανάποδες πινέζες.
Με μια μικρή ραγισματιά
επιμένω και τραβάω μες στις λάσπες
ξεριζώνοντας κάθε μου βήμα
σαν ένα κούφιο δόντι.
Ανασηκώνω τα πηγούνια των ανθρώπων
για να αντιγράψω βιαστικά
το φως που απόμεινε στις κόχες των ματιών τους
και κρύβω το σημείωμα
στην καρδιά κατάσαρκα
για να δουν στη νεκροψία
πόσο λίγο ζήσαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου