Πολύ λυπάμαι που δεν έχω, τέτοια και ‘γω μιά,
μ’ αισθήματα χαράς, να μου γεμίζει την καρδιά.
Να μ’ αγκαλιάζει, και να νοιώθω πως την αγαπώ,
το χέρι της επάνω μου το μητρικό, χάδι ζεστό.
Να της μιλώ συνέχεια, για όσα κρύβω στο μυαλό,
να με ακούει προσεκτικά, και να με κάνει να γελώ.
Και σαν χορεύω θλιβερά, ένα ζεμπέκικο βαρύ,
με μένανε μαζί τον πόνο μου, και ‘κείνη να τον ζει.
Να μην φοβάμαι ο δόλιος, μήπως πάλι μ’ αρνηθεί,
ξανά για δυό δεκάρες τρύπιες, μ’ άλλονε στραφεί.
Να νοιώθει αγάπη και στοργή, για όλα τα παιδιά της,
κι όχι μονάχα για αυτά, που γονατίζουνε μπροστά της.
Όπως σε μια οικογένεια, όλοι μοχθούν για τ’αγαθά,
έτσι κι εγώ να νοιάζομαι, όλα να υπάρχουν τα καλά.
Κι αν πάλι τύχει μια φορά, χέρια να έχω αδειανά,
στο παραθύρι με λαχτάρα, εκείνη να με καρτερά.
Μα δεν την έχω ο δυστυχής, γι αυτό την εζητάω,
σε μονοπάτια της ψυχής, μόνος σαν περπατάω.
Με θύμησες πολύ παλιές ξανά σαν ανταμώνω,
και λογισμούς που ξέχασα χαμένους μεσ’ τον χρόνο.
Σε ένα όνειρο μου μια νυχτιά νομίζω πως την είδα,
μου άρεσε τόσο πολύ την κάλεσα πατρίδα.
Και όταν κάποτε την βρω θα την ονοματίσω,
και θα της δώσω όνομα, που εγώ θα αποφασίσω.
«Εάλω» θα την πω θαρρώ, έτσι θα την αποκαλώ,
για πρώτη μου φορά κι εγώ, τόπο θα έχω ν’ αγαπώ.
Περήφανος θα είμαι πια, δεν θα ‘ρχομαι απ’ το πουθενά,
θα έχω τώρα συντροφιά, τις αναμνήσεις μου σιμά.
Εφόσον κάπου από εκεί, νομίζω πως κατάγομαι
κι απ’ τα όνειρά μου ξεπηδά, το φέρομαι και άγομαι.
Τα όμορφα όλα αρχινούν, μέσα απ’ τις αναμνήσεις,
από του ήλιου την αυγή, και την τροχιά της δύσης.
Δεν θέλω να μιλώ εγώ, για της πατρίδας την αξία,
με άλλων ανθρώπων ιερά, και περασμένα μεγαλεία.
Τον Σόλωνα και τον Θεμιστοκλή, να θέλω για προγόνους,
κι εμείς να μην νοιαζόμαστε, για τους δικούς μας γόνους.
Σούλι, Γραβιά και Δερβενάκια, γι αυτά σούμάθαν να μιλάς,
Και την κατάντια γύρω σου, δεν σε αφήνουνε να την κοιτάς.
Δεν ειν’ πατρίδα φίλε μου καλέ, κόκκινο πράσινο και μπλε,
Άνευ αξίας, θέση στο δημόσιο, και γλέντια σ’ ένα καμπαρέ.
Μα αν αρκείσαι μ’ όλα αυτά, να είναι ευλογημένο,
εμένα μην κατηγορείς, πάντα με βλέπεις θυμωμένο.
Παράτα με στα χάλια μου, και στου μυαλού την καταιγίδα,
δεν γίνεται να καμαρώνουμε, κι οι δυό για μια πατρίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου