Στου κόσμου την συναγωγή
ψάχνω τον εαυτό μου
την κούφια την ελπίδα μου
να χτίσω το εγώ μου
κι’ ασήμωσα δυο τάλιρα
σε γύφτισσα μαγκιόρα
μήπως και δει στα χέρια μου
της μοίρας μου τα δώρα
Διάβασε την παλάμη μου, η γύφτισσα η Μοργκάνα
μου ‘πε πως ήταν πόρν' η μοίρα μου, και τράβηξε για άλλα
στα πέτρινα τα χρόνια μου, να πέφτει ο ουρανός μου
και πως πατρώνος ήτανε, ο δήθεν αδερφός μου
Της τύχης πάντα τα κλειδιά
στα χέρια ΄ναι γραμμένα
σε θάλασσες τα μύρα μου
πως είναι ξεπλυμένα
μα κοίταξα τα μάτια της
που ήταν δακρυσμένα
δραπέτευσε από μέσα της
πως έμοιαζε σε μένα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου