
Μιαν ανοιξιάτικη βραδιά, που πάει τώρα χρόνια πολλά,
μέσ’ του παλιού μπαξέ γωνιά, φύτεψα τρυφερή
μικρούλα και όμορφη ροδιά.
Και καρτερούσα ευτυχισμένα, με σκέψεις απ’ τα περασμένα.
Μεγάλη να την εθωρήσω, μόνο δική μου την χαρά να ζήσω.
Για να την δω να ανεβαίνει αψηλά, και τα’ άνθη της
να ‘ναι πολλά. Καρπούς γεμάτα τα κλαδιά της,
να μυροβλύζει τ’ άρωμά της.
Περνάγανε οι μέρες με γοργό ρυθμό, και γέμιζα εγώ
παράπονο πικρό. Για τα’ όνειρο το ποθητό,
που δεν γινότανε αληθινό.
Και βράδυ με ολόγιομο φεγγάρι, αφού Θεός και φύση
δεν μου κάμανε τη χάρη, κλειδώθηκα σε δώμα λιοτριβάρι.
Απ’ τον μεγάλο ‘κείνον τον καημό, πλάσμα δεν πόθαγα
να ξαναδώ. Μέσα στην κάμαρα σαν το θεριό,
μονάχος ήθελα να ζω
Μιαν ανοιξιάτικη πάλι βραδιά, ξάφνου κελάηδησαν πουλιά.
Της κάμαρας η σκοτεινιά, γέμισε μ’ έμορφη ευωδιά.
Στάθηκα ορθός και ξαφνιασμένος, απ’ τα’ άρωμα γοητευμένος.
Τι να συμβαίνει άραγε σκέφτηκα σαστισμένος.
Έτρεξα με βήματα γοργά, προς του παράθυρου την ακριά.
Γέμισε το είναι μου χαρά, γεμάτη μ’ άνθη ήταν η ροδιά.
Με βιάση άνοιξα την πόρτα, και του μπαξέ δρασκέλισα
τα χόρτα. Την ροδιά να καμαρώσω, των ανθών της
την χαρά να νοιώσω. Σαν βρέθηκα εκεί κοντά, κι άφωνα
τήραγα την ομορφιά, πάνω μου έπεσε ξένη σκιά,
που έφερνε άρωμα και ευωδιά.
Γύρισα να κοιτάξω αργά αργά, έξω απ’ του μπαξέ την συρματιά.
Είδα λυγερόκορμη τότε στασιά, έμορφη κι αψηλή κυρά.
Στέκοταν και με κοιτούσε, όμορφα χαμογελούσε.
Κι ενώ με σεργιανούσε, κάτι σαν να μου μιλούσε.
Να μου γνέψει προσπαθούσε.
Κίνησα προς την μεριά της, και πλησίασα κοντά της.
Να δω την κορμοστασιά της, ίδια αν ήταν με τη σκια της.
Ω Θεέ μου ομορφιά, ξέχειλη πρόκληση λάγνη ματιά.
Χείλη έρωτα γεμάτα σαν φωτιά, μαύρα της νεράιδας
μακριά μαλλιά.
Το σφριγηλό το στήθος το σφιχτό κοιτώ, λίγο ποιο πάνω
το λακκάκι στον λαιμό, και παρασύρεται σε σκέψεις
δόλιες το μυαλό.
Κρεμάστηκε επάνω μου σφιχτά, φιλιά με γέμισε και χάδια
τρυφερά. Έλα μου είπε παλληκάρι, ν’ αφήσουμε
τον πόθο να σαλπάρει. Κυλιόμασταν επάνω στο χορτάρι,
το πάθος κι ηδονή μας είχε συνεπάρει. Κι ένοιωθα
σαν τον βαρκάρη, της βάρκας του τον κάβο που ‘χε
τώρα ποια βιράρει.
Δεν είναι όνειρο σκέφτηκα μήτε ψευτιά, σαν έβλεπα
στα στήθια να χτυπά γρήγορα η καρδιά. Κράταγα
την ροδιά μου αγκαλιά, που ήταν τώρα όλο άνθη αστραφτερά.
Γεμάτη ήταν απ’ τους καρπούς της, κι άφθονους
μου ‘δινε τους χυμούς της. Εγώ πετούσα από χαρά,
στον ουρανό πολύ ψηλά. Σφιχτά ‘χα ‘σένα αγκαλιά,
απρόσμενη τρανή χαρά. Και η ροδιά μου το βλαστάρι,
το μπόι της τώρα είχε πάρει. Γεμάτη τώρα απ’ τους
ανθούς της, τους ζουμερούς γλυκούς καρπούς της.
κορίτσι ήταν μια σταλιά, και τώρα όμορφη κυρά.
Μιαν ανοιξιάτικη βραδιά, που πάει τώρα χρόνια πολλά,
μέσ’ του παλιού μπαξέ γωνιά, φύτεψα τρυφερή μικρούλα
και όμορφη ροδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου