«Γόβες κόκκινες»... Λεμονιά Γεμουρτζίδου.


Ο Στέφανος, με τα χέρια στο τιμόνι, το πόδι στο γκάζι, τα μάτια
καρφωμένα στον δρόμο, διέσχιζε την κεντρική λεωφόρο της
μεγαλούπολης. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, οι υαλοκαθαριστήρες
δούλευαν ασταμάτητα στο pare-brise του σπορ αυτοκινήτου,
σταματούσε, ξεκινούσε, άλλαζε συνεχώς ταχύτητα, μια πρώτη,
μια δεύτερη και τα νεύρα του χτύπησαν κόκκινο.
«Πού πάει όλο αυτό το ανθρωπομάνι», σκέφτηκε.
Δεν φαντάστηκε πώς μια τέτοια νύχτα, παραμονή
Χριστουγέννων, θα έπεφτε σε μποτιλιάρισμα.
Άναψε τσιγάρο, τράβηξε μια δυνατή τζούρα και ξεφύσησε
ηδονικά τον καπνό. Ιδιαίτερη γι’ αυτόν η αποψινή νύχτα.
Θα συναντούσε τη μία και μοναδική γυναίκα που έκανε
ξέφρενο το χτυποκάρδι του.

«Πώς τα φέρνει η ζωή», ψιθύρισε…
Γνώρισε την Τζένη μερικούς μήνες πριν στο face-book.
Εν πρώτοις τον εντυπωσίασε η σαγηνευτική φωτογραφία του
προφίλ της και εν συνεχεία οι προσεγμένες αναρτήσεις της.
Έγινε αμέσως αποδεκτό το αίτημά του, όμως η απρόσιτη
συμπεριφορά και η έντονη προσωπικότητά της, λειτούργησαν ως
τροχοπέδη στον αυθορμητισμό του και πέρασε καιρός μέχρι να
της μιλήσει στο inbox. Φυσικά, ούτε στα πιο τολμηρά όνειρά του
δεν μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξη
της διαδικτυακής γνωριμίας τους…

Ο Στέφανος, ευκατάστατος, αθλητικός, εμφανίσιμος.
Έμπειρος αρσενικός και ορκισμένος εργένης. Περιφρονούσε το
φτερωτό ξανθόμαλλο αγόρι με τη φαρέτρα και τα βέλη του.
Η φορτική αγάπη γινόταν θηλιά στον λαιμό του. Απεχθανόταν
την ανεξέλεγκτη ζήλια και τον τρόμαζε η ιδέα της κτητικότητας.
Δέσμιος της προσωρινής ερωτικής χημείας και της πολυγαμικής
ανδρικής φύσης του, προτιμούσε τις επιδερμικές σχέσεις
με το άλλο φύλο, που, φυσικά, δεν κρατούσαν πάνω
από τρεις μήνες. Μόλις σταματούσε η θύελλα των ερωτικών
ορμονών στον εγκέφαλό του, σταματούσε και η επιθυμία της
συνεύρεσης με την εκάστοτε ερωμένη του.
Δεν απαντούσε στις αλλεπάλληλες κλήσεις.
Δεν έδινε εξηγήσεις.
Απλά, εξαφανιζόταν στη θερμή αγκαλιά κάποιας άλλης.

Όλα αυτά μερικούς μήνες πριν…
Η Τζένη έγινε το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του.
Ξύπνησε η ερωτική τρέλα ακούγοντας τη μπάσα φωνή της στο
τηλέφωνο. Έντονη η έλξη για αυτήν την άγνωστη γυναίκα.
Σε νύχτες σιωπής ταξίδευε στο όνειρο, η ψυχή του πάλλονταν
από λάγνα προσμονή, το κορμί του ίδρωνε από την επιτακτική
ανάγκη του βασικού ενστίκτου που ζητούσε διέξοδο σε
μοναχικές εκσπερματίσεις, ο νους του ράγιζε από τα κοφτερά
θραύσματα της ηδονής.
Αυτή η άγνωστη, γνωστή, χωρίς να το θέλει, χωρίς να το
επιδιώξει, του είχε τινάξει τη λίμπιντο στον αέρα.
Ο Στέφανος ήταν παράφορα ερωτευμένος μαζί της.

Επέλεξαν αυτή τη νύχτα να συναντηθούν για πρώτη φορά και
έδωσαν ραντεβού στο λόμπι ενός πολυτελούς ξενοδοχείου.
Αίσθημα χαράς και ικανοποίησης τον κυρίευσε
όταν η Τζένη ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του.
«Θα σε αναγνωρίσω, μόλις σε δω;», τον ρώτησε.
«Νομίζω πως ναι… αλλά καλού κακού θα κρατάω ένα κίτρινο
τριαντάφυλλο», της απάντησε. «Εγώ θα φοράω γόβες κόκκινες»,
του είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

Ο Στέφανος, σχεδίασε με κάθε λεπτομέρεια το σκηνικό
της αποπλάνησης. Ποτό στο μπαράκι με τις τζαζ μελωδίες,
ρομαντικό δείπνο υπό το φως των κεριών και μετά,
η χαλαρωτική τελετουργία του καφέ στο διαμέρισμά του.
Απόψε θα βύθιζε τα μάτια του στα δικά της, για να δει το άπειρο.
Θα άγγιζε τα κορακίσια μαλλιά της, για να ξεπηδήσουν νερά
ονείρων. Θα φιλούσε τα αισθησιακά χείλη της, για να νιώσει
το Όλον σε μια ανάσα. Θα χάιδευε το ντελικάτο κορμί της,
για να αφήσει το αχνάρι του στην άγνωρη γη της.

Κοίταξε το ρολόι του… «πω, πω περασμένες οκτώ… άργησα»,
σκέφτηκε, «ευτυχώς, δεν απέχω πολύ», ξανασκέφτηκε.
Με καθυστέρηση μισής ώρας μπήκε ο Στέφανος στο λόμπι του
ξενοδοχείου. Ο διακριτικός φωτισμός, η ζεστή ατμόσφαιρα,
ο ήχος της μπαλάντας, κάλμαραν την άγρια λαχτάρα
της καρδιάς του. Γύρεψε με τα μάτια την ονειρική γυναίκα.
Ασυναίσθητα σκόνταψε η ματιά του σε ένα σκαμπό του μπαρ.
Εκεί πάνω υπήρχε ένα ζευγάρι γόβες κόκκινες…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου