Νύχτωσε, το παγωμένο φεγγάρι με σκυμμένο πρόσωπο
προσευχόταν να ξημερώσει. Ήταν φοβισμένο καθώς μόλις
ξεμυτούσε στον ουρανό, γάβγιζαν τα σκυλιά κι ούρλιαζαν
οι λύκοι. Δε μπορούσα να κοιμηθώ, στεκόμουν στο
παράθυρο διαβάζοντας την ανησυχία του.
Στο δάσος ακούγονταντα πουλιά, περιέργως ήρεμα,
το νερό κυλούσε γαλήνιαστο ποτάμι.
Ο αέρας χτυπούσε δυνατά το μισόκλειστο πορτάκι
του ταχυδρομείου. Μα το είχα κλειδώσει, σκέφτηκα.
Ο ταχυδρόμος δεν είχε πολλές ημέρες που έφερε ένα
παχουλό δέμα απ' την πόλη, παραγεμισμένο
με τα καλτσούνια της Κυρά Θοδώρας.
Είχα χρόνια να λάβω ένα γράμμα, να διαβάσω δυο αράδες
αγάπης. Ναι, μόνο η Κυρά θοδώρα με τα καλτσούνια της
με θυμόνταν, χωρίς άχνη ζάχαρη, (το παράπονο μου)
λέξεις δίχως γλύκα.
Από υποχρέωση , από συμπόνοια χωρίς ίχνη τρυφερότητας.
Όταν έφυγε η Άννα μου, μοίρασα όλα τα υπάρχοντα μας και
βρέθηκα να ζω στο υπόγειο μιας μονοκατοικίας, πνίγοντας στα
σκοτάδια του τα βουρκώματα της ψυχής μου.
Μα όσο έμενα εκεί ο πόνος δεν έβρισκε παραθύρια, όλο και με
βύθιζε πιότερο σε ένα πηγάδι απόγνωσης και απελπισίας.
Τότε ήταν που πήρα την απόφαση να γυρίσω εδώ στο δάσος,
στο σπίτι του παππού μου, αφήνοντας το τελευταίο μου
κομπόδεμα στην Κυρά θοδώρα.
Ανάμεσα στα δέντρα και τα πουλιά..
Φιλότιμα πώς τίναζαν τις σκέψεις μου στον καθαρό αέρα,
ραμφίζοντας τους μαύρους σπόρους να μην τρέφεται
η στεναχώρια ενδόμυχα.
Φόρεσα το παλτό και τις γαλότσες, πήρα το φτυάρι,
τα ανεμοσούρια είχαν ήδη κρυσταλλώσει στον κήπο.
Μέσα στο ταχυδρομείο βρήκα ένα γράμμα κλεισμένο ερμητικά
με χοντρό σχοινί. Τόση που ήταν η λαχτάρα μου να τ' ανοίξω
που δεν πρόσεξα και γλίστρησα.
Βρέθηκα να κοιτώ τα έλατα ξαπλωμένος στις ρίζες τους.
Πάνω στα κλαδιά τους κρεμόντουσαν τ' αστέρια.
Άναψα τη λάμπα στο τραπέζι, παραμέρισα την γραφομηχανή
βολεύοντας άτακτα τις σελίδες της.
Παρατηρώντας τον φάκελο εξεταστικά, διαπίστωσα ότι δεν
υπήρχε αποστολέας, ούτε σφραγίδα του ταχυδρομείου.
Δοκίμασα να κόψω το σχοινί με το μικρό μαχαίρι που βρήκα
δίπλα στις φλούδες των μισοφαγωμένων μήλων,
μα ήταν τόσο σκληρό σαν κλαδί δέντρου.
Έφερα το γράμμα κοντά στο πρόσωπό μου, μυρίζοντας
το επιδερμικά. Αφουγκράστηκα το περιεχόμενο του,
σιωπηλό καθώς ήταν δε μου μαρτυρούσε λέξη.
Πλησιάζοντας το όμως στο φως της λάμπας, το σχοινί ξαφνικά
ζωντάνεψε! Ξελύθηκε μόνο του μπρος στα έκπληκτα μάτια μου!
Ανάκατα γράμματα χρυσίζοντα σχημάτισαν μια πρόταση που
χρόνια λαχταρούσα να διαβάσω '' Μην στεναχωριέσαι, η Άννα
σου..''Φωτίστηκε ο κόσμος μου.
Ξεκαθαρισμένα τοπία, διέξοδοι στα σκοτάδια μου, απαντήσεις
σε χιλιάδες ερωτηματικά του νου, μου δόθηκαν φιλεύσπλαχνα.
Δεν υπήρχε απώλεια, η αγάπη μου ζούσε..
Ναι, η αγάπη μου ζούσε!
Ένα βήμαχρειαζόμουν για να φτάσω στον παράδεισο, κοντά της..
Τώρα όλα μου προκαλούσαν ηρεμία, το παγωμένο φεγγάρι,
τα πουλιά στο δάσος, το κελάρισμα των νερών.
Σώπασαν οι λύκοι, μάζεψε ο καλός ποιμένας τα σκυλιά.
Μια χαραμάδαάνοιξε μέσα μου, χώρεσε η αγάπη του Χριστού.
Το θαύμα των Χριστουγέννων ήλθε με ένα γράμμα,
στο μικρό κουτί του ταχυδρομείου.
Τα πλήκτρα της γραφομηχανής έγραψανψηλά στον ουρανό,
ανάμεσα στα ευγενή άστρα που παραμέρισαν
λίγο απ' το φως τους, '' Σ' αγαπώ Άννα..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου