Ο Γυρισμός... Αλέξανδρος Σγουράκης.

Σ' ένα σπιτάκι απόμερο και φτωχικό.
Με την κορούλα της την όμορφη την Άννα
Εκατοικούσε μια άμοιρη Χαροκαμένη μάνα.
Ο γιος της ο μονάκριβος
Όπως επίσημα της είχαν ανακοινώσει
Στον πόλεμο σκοτώθηκε
Και ο προστάτης άνδρας της
Από θανατηφόρο δυστύχημα και αυτός εχαθει

Ευτυχία,ονειρα πόθους
Ελπίδες τα πάντα
Η μάνα αυτή τα είχε χάσει
Και η απελπισία ,η θλίψη
Η απόγνωση και το κλάμα
Στο σπιτικό αυτό είχαν φωλιάσει.

Τούτη τη βροχερή βραδιά
Σαν άρχισε να σκοτεινιάζει
Της πόρτας το κουδούνι χτύπησε
Και μια φωνή απελπισμένη
Μα γλυκιά αντήχησε

Ανοίχτε-ανοιχτε σας παρακαλώ
Βρέχει και κάνει κρύο.
Είμαι κατάκοπος
Μούσκεμα απ' την βροχή
Κι'εχω ανάγκη να ξαποστάσω λίγο.
Την νύχτα αυτή να κοιμηθώ στο σπίτι σας
Και το πρωί θα σηκωθώ να φύγω.

Πήγε η μάνα,την πόρτα άνοιξε
Κι'αντικρισε ένα νέο
Φορώντας στολή ανθυπολοχαγού
Λίγο αδύνατο ήταν το σώμα του
Το πρόσωπο του όμως
Πολύ πάρα πολύ ωραίο.

Περάστε περάστε μέσα
γρήγορα όμορφο παλικάρι
Είχα κι'γω έναν γιό
Λεβέντη σαν και σένα.
Όμως στον πόλεμο σκοτώθηκε

Τον άντρα μου ο χάρος έχει πάρει.
Με τούτη την κορούλα μου
Μοναχή τώρα μένω
Κι' ελπίδα στον Θεό
Πώς έρημη δεν θα μ'αφήσει
Και πως το παληκάρια μου
Κάποτε θα γυρίσει.

Έλα ξένε πέρασε μέσα
Κοίτα το κρεβατάκι του
Πάντα το έχω στρομένο
Το γυρισμό του λαχταρώ
Πάντα τον περιμένω.

Έλα του είπε η μάνα
Σ'αυτό το κρεββατάκι.
Όσο καιρό,μέρες η και βδομάδες
Αν θέλεις να κοιμάσαι
Και τους δικούς σου
Αν έχεις μάνα πατέρα και αδέλφια
Ως ότου θα τους βρεις
Πάντα να τους θυμάσαι

Κεφάτος και χαρούμενος ο ξένος
Κάθησε μαζί τους στο τραπέζι
Και με όρεξη πολύ
Εφάγανε την σούπα την ζεστή
Και ευτυχής μέσα στο άνετο κρεββάτι
πήγε να κοιμηθεί.

Ο ξένος πρωί πρωί δεν φάνηκε
Κι'μανα ανησύχησε
Και έστειλε την κόρη της
Να πάει να τον ξυπνήσει.
Πήγε η μικρούλα πρόθυμα
Τον ξένο να ξυπνήσει.
Τον βρήκε όμως ξυπνητό
Χαρούμενο και γελαστό

Έλα αδελφούλα μου είπε στην μικρή
Κάθησε εδώ κοντά μου
Για να σου τις πικρές μου
Κι όλα τα βάσανα μου.

Όταν στην μάχη τραυματίστηκα
Έχασα τα μυαλά μου
Και χάθηκαν όσα μαζί μου έφερα
Και η ταυτότητα μου.
Και όπου κι αν νοσηλεύτηκα
Δεν μπόρεσα να θυμηθώ το όνομα μου.

Όταν μου ανακοίνωσαν
Πώς είχα ανδραγαθήσει
Και με παράσημα πολλά
Με είχαμε τιμήσει
Και σύνταξη ανθυπολοχαγού
Να παίρνω σε όλη μου την ζήση
Απ' την μεγάλη μου χαρά
Τα πάντα εθυμήθηκα

Κι'ηρθα το γρηγορότερο
Εδώ στο πατρικό μας σπίτι
Να διώξω από σας κάθε καημό και λύπη
Δεν ήθελα όμως η μάνα μας
Απότομα να μάθει
Πώς είμαι εγώ ο γιός της
Που με ελπίδα και αγωνία
Περίμενε τον γυρισμό του

Γιατί φοβήθηκα
Μήπως μ'αυτό το ευχάριστο
Μα ξαφνικό μαντάτο
Πάθαινε κάποιο σοκ στα νεύρα της
Η στην καρδιά της πόνο
Γι'αυτό δεν φανερώθηκα.

Πήγαινε τώρα αδελφούλα μου
Με την γλυκιά σου την φωνή
Με τ'απαλά σου χάδια
Πες στην μανούλα μας τα ευχάριστα
ετούτα τα χαμπάρια.

Κι' η κόρη τα κατάφερε
Κι' μάνα δεν ξαφνιάστηκε.
Και έτσι η μάνα,η κόρη
Και ο γιος βρεθήκανε αγκαλιά
Κι' από απέραντη χαρά
Ώρα πολύ εκλαίγανε
Και ανταλλάσσανε ολόθερμα φιλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου