Βαθύ όνειρο με έκλεισε
έξω απ’ το σώμα.
Από ψηλά η ψυχή μου
κοιτούσε τον κόσμο.
Όλοι οι δικοί μου
πνιγμένοι στο κλάμα,
στο μνήμα μου πάνω
θρηνούσαν.
Και εγώ
δίχως πόνο,
τον άγγελο μου ρωτούσα,
ποιον δρόμο να πάρω.
-Η τελετή να τελειώσει,
μου είπε
και ο δρόμος θα ανοίξει.
Και τελειώνει…
Ένας ένας μ’ άφησαν
κι έφυγαν.
Και τότε,
ένας ξένος…
Ποιος ήταν;
Πώς από τόσο ψηλά
να γνωρίσω;
Πάνω στο μνήμα
Ποιος είναι ο εχθρός μου;
Ποιον μες τη ζήση μου
έχω αδικήσει;
Ένα σπουργίτι εγώ
δίχως γλώσσα.
Μόνο με αγάπη
τους πάντες είχα φροντίσει.
Αφήνω το χέρι του αγγέλου
και τρέχω.
Πετάει η ψυχή θυμωμένη.
Στον ώμο του φτάνω
ακουμπάω στο κορμί του.
Γυρίζει…
Και ο τρόμος διαλύει το όνειρο.
Στο γνώριμο πάντα κρεβάτι
με βρίσκει.
Λουσμένος ιδρώτα και φρίκη.
-Όνειρο ήταν καρδιά μου
η τελετή δεν ήταν δικιά μου…
Γεμίζω νερό
μεσ’ στις χούφτες,
να πλύνω το όνειρο
να φύγει,
κι εκεί αντικριστά
στον καθρέφτη,
να το, ξυπνάει και πάλι.
Ο ξένος…
Σκληρά με κοιτάει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου