με κνήμες ξεψυχισμένες
αποσυνάγωγη
κατέληξες σε σμαραγδί πηγάδι
είδες πουλιά
ιχθύες που πετούσαν στην ομίχλη
το βλέμμα σου απέστρεψες
απεγνωσμένα
έψαξες τον προβολέα
λύχνο ενόρασης
τα έγκατα σε βάθος ν'ανιχνεύσεις
τον Χάροντα αντίκρυσες
αγουροξυπνημένο
μ'ένα σφυρί
τους ίλους να καρφώνει στη γη που λίπαναν
παρθένες κορασίδες
κραυγή ψυχής τον έγδυσε
η νεκρική του χλαίνη σκίστηκε
τράπηκε σε φυγή
στο αρχοντικό του βρήκε ανάπαυση
δυσβάσταχτη κραυγή
ακόμη και για εκείνον
χλόη ξεφύτρωσε
την πότισε ο δράκος
τόσους χειμώνες κλαίει
κανείς δε δίνει σημασία
μονάχα τα φιλντισένια δάχτυλα
αγγίζοντάς τον απαλά
παρηγορίας χάδι
ό,τι στερήθηκες
στον δράκο απλόχερα προσφέρεις
στο πέρασμα της νύχτας
μιαν αγωνία μένει
το άρωμα των ρόδων
τον πόνο να σιγήσει
τα φιλντισένια δάχτυλα
πυγμή
ακροτελεύτια να υψώσουν
τα τείχη της συναγωγής να γκρεμιστούν
ανάσες φθισικές να σβήσουν
στο πυρ το εξώτερο
εξωτικός προορισμός για τους πολλούς
σηματοδότες πορτοκαλί αναβοσβήνουν
στο γλυκοχάραμα του νου
αγωνιώντας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου